ΕΚΑΤΟ ημέρες. Χρονική αναφορά συνηθισμένη στην πολιτική. Εκατό ημέρες δίνουν συχνά στον εαυτό τους οι πρωθυπουργοί για να τα αλλάξουν όλα. Αλλά, βέβαια, όταν έρθει η ώρα εκτίθενται. Εκατό ημέρες πέρασαν επίσης από τη θριαμβευτική επιστροφή του Βοναπάρτη από το νησί Ελβα έως την τερματική ήττα του Βατερλώ. Στη δική μας περίπτωση, εκατό ημέρες μένουν ώς τις ευρω-αυτοδιοικητικές του Μαΐου. Διάστημα κατά το οποίο φαίνεται ότι θα κριθούν πολλά τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο.

Εν αρχή ην η τρόικα. Λιγότερη σημασία από την επιστροφή της έχει η ολοκλήρωση του περίφημου review που χρονίζει, αφού ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο. Είναι το πέμπτο review που περνάει η Ελλάδα από τότε που μπήκαμε στο Μνημόνιο. Η Πορτογαλία έχει περάσει με επιτυχία έντεκα –και αυτό κάτι λέει.

Από πολιτικής πλευράς, την Αθήνα δεν τη «χαλάει» το μπρα ντε φερ με τους τροϊκανούς. Ανατρέπει την εικόνα μιας κυβέρνησης που υπακούει και υποτάσσεται στην τρόικα γιατί δεν έχει άλλη επιλογή. Αν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε από τον Σεπτέμβριο μέχρι τώρα, αυτό σημαίνει ότι ως χώρα ανακτούμε την εθνική μας κυριαρχία.

Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει κλείσει έως τις 10 Μαρτίου. Ο Γιάννης Στουρνάρας, παρά το άνετο στυλ και το σταθερό χαμόγελο, πέρασε δύσκολες στιγμές στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας. Στα διαρθρωτικά, το ερώτημα των συνομιλητών του ήταν: «Γιατί δεν τα κάνετε όλα τώρα;».

Κρίσιμος στη διευθέτηση είναι ο ρόλος του Πρωθυπουργού. Και αυτό γιατί ο Αντώνης Σαμαράς βρίσκεται ανάμεσα στην τρόικα και στο ΠαΣοΚ που δυστροπεί σε πολλές από τις ρυθμίσεις του διαρθρωτικού πακέτου που εισηγήθηκε ο ΟΟΣΑ και αποτελεί την αιχμή της διαπραγμάτευσης σε αυτή τη φάση. Είναι ο μόνος τρόπος που έχει η Χαριλάου Τρικούπη να διαφοροποιηθεί, αλλά κυρίως να είναι πολιτικά ανταγωνιστική απέναντι στη ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον Βαγγέλη Βενιζέλο διαρκώς σε ένα αεροπλάνο, είναι οι Πρωτόπαπας και Ρήγας που «τρέχουν» τις συνεννοήσεις με την κυβέρνηση.

Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη της τρόικας ως ομοιογενούς σώματος ανήκει στο παρελθόν. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι το ΔΝΤ και ειδικά ο Πολ Τόμσεν που βρίσκεται σε διαρκή κόντρα με την κυβέρνηση αμφισβητώντας τα πάντα, αρχής γενομένης από το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 που το μέτραγε ως έλλειμμα, με αποτέλεσμα να παίρνει σβάρνα και το 2014 δημιουργώντας δημοσιονομικό κενό.

Γιατί; Διότι, λένε καλά πληροφορημένες πηγές, ο Δανός έχει τρέξει το πρόγραμμα από την αρχή και το έχει δει πολλές φορές να μην πετυχαίνει τους στόχους. Μέσα του δεν ήταν βέβαιος ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2013 δεν θα εμφανίζονταν δαπάνες που να ανατρέπουν την εικόνα. Υστερα είναι η φιλοσοφία του ΔΝΤ. Σαν τον χειρουργό στην Εντατική, ο οργανισμός της Ουάσιγκτον έχει μάθει να αντιμετωπίζει ακραίες δημοσιονομικές καταστάσεις με ακραίο τρόπο και να μιλάει «από πάνω προς τα κάτω» στις κυβερνήσεις σε λογική «πάλι τα έχετε κάνει χάλια». Η κυβέρνηση όμως έχει εμπιστοσύνη στα νούμερά της και, μένοντας στην ιατρική παρομοίωση, χρειαζόμαστε πια γενικό παθολόγο που να βοηθήσει στην πλήρη αποκατάσταση ενός ασθενούς που έχει σταθεροποιηθεί και ξεπεράσει τα χειρότερα. Αυτός είναι η Κομισιόν των Βρυξελλών με την οποία η σχέση έχει ομαλοποιηθεί, οι διευθετήσεις προβάλλονται εν χρόνω και η εμπιστοσύνη έχει επανέλθει. Το ορόσημο θα είναι η πιστοποίηση του πλεονάσματος του 2013 από την Eurostat.

Βεβαίως, το ΔΝΤ είναι σε αποδρομή. Θέλει δηλαδή να φύγει από την Ελλάδα, εφόσον τελειώνει το πρόγραμμα του Μνημονίου και έχει να σβήσει άλλες φωτιές αλλού –χωρίς να ξεχνά κανείς την πίεση από Λατινοαμερικανούς και Ασιάτες ότι η προσέγγιση στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ήταν πολύ πιο ήπια από αυτά που έζησαν αυτοί στις δικές τους κρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα ξεφορτωθούμε τον Τόμσεν μαζί με το Μνημόνιο. Για τους Βόρειους, δηλαδή τους Γερμανούς με τους Φινλανδούς και τους Ολλανδούς από πίσω, το ΔΝΤ ήταν καθησυχαστικός παράγων ότι οι ασθενείς δεν θα αναλάβουν πάλι μόνοι τους την κλινική. Αν το ΔΝΤ αποχωρήσει, αυτό πρέπει να γίνει βελούδινα και με την Ελλάδα να έχει πάρει καλούς βαθμούς. Οχι να εναποτίθεται πάλι ως ανεπίδεκτο έκθετο μωρό στην πόρτα της Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή, το ξεμαρκάρισμα από το Μνημόνιο και το ΔΝΤ απαιτεί χειρισμούς και δεν είναι αυτόματο.

Οι επαφές με το Βερολίνο

Αντίστοιχα ισχύουν και για τη σχέση της Αθήνας με το Βερολίνο. Εδώ υπάρχουν πολλοί δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά και απευθείας επαφή με αμοιβαία κατανόηση Σαμαρά και Μέρκελ. Οι Γερμανοί έχουν εξηγήσει ευγενικά στους Ελληνες ότι δεν πρέπει να τρέξουν τόσο γρήγορα και τόσο μπροστά σε αυτά που λένε για το χρέος ώστε αυτοί να μην μπορούν να ακολουθήσουν. Πρέπει οι εξαγγελίες για τη διευθέτηση του χρέους να έχουν ρυθμό και περιεχόμενο που να μη φέρει σε δύσκολη θέση το Βερολίνο. Το κυριότερο είναι ότι δεν μπορεί να προεξοφλείται πολιτικά η ελάφρυνση του χρέους.

Συζητήσεις γίνονται πολλές, αλλά η προσέγγιση του προβλήματος του χρέους θα γίνει σταδιακά και συντεταγμένα σε ένα χρονοδιάγραμμα που «δείχνει» Σεπτέμβριο. Καλές δηλώσεις από το εξωτερικό και θετική μηνυματοδοσία θα υπάρξουν. Οχι όμως έναρξη της διαδικασίας, που θα είναι «με το γράμμα του νόμου και των συνθηκών». Πηγές που έχουν γνώση των συζητήσεων λένε ότι μέσω της χρονικής επιμήκυνσης, της μείωσης των επιτοκίων και διαστημάτων χάριτος, μπορεί κανείς «να ρυθμίσει τα γρανάζια» και να βρει λύσεις για το χρέος που να μην προϋποθέτουν να πρέπει να ξαναπάνε οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στα Κοινοβούλιά τους.

Το σκιάχτρο του νέου Μνημονίου

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το ζήτημα του νέου πακέτου ή νέου Μνημονίου, το οποίο κατακεραυνώνει δημοσίως ο Αλέξης Τσίπρας. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να δεσμευθεί από οτιδήποτε συμφωνηθεί. Πρόκειται όμως για δημαγωγικό τέχνασμα. Νέο πακέτο δεν πρόκειται να υπάρξει. Ούτε εμείς το θέλουμε ούτε οι ξένοι το θέλουν. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει με νομικοτεχνικά επιχειρήματα διάφορα ποσά που εντάσσονται στα προηγούμενα πακέτα. Ας πούμε, τα 10 δισ. ευρώ από το πακέτο βοήθειας που απαιτήθηκαν εκτάκτως για επαναγορά ομολόγων τον Δεκέμβριο του 2012 ώστε να καταστεί βιώσιμο το χρέος (ο γνωστός καβγάς Σόιμπλε – Λαγκάρντ που οδήγησε σε νέο μίνι PSI), δεν θα πρέπει να μας δοθούν; Αντίστοιχα ισχύουν για το γύρισμα των ANFAs (Agreement on Net Financial Assets), των ομολόγων που διατηρούν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, που αναλογούν σε άλλα 5,5 δισ. Το υποσχέθηκε ο Μάριο Ντράγκι, αλλά δεν δεσμεύτηκε γι’ αυτό γραπτώς και δεν μπορεί να το κάνει η ΕΚΤ γιατί θα θεωρηθεί νομισματική χρηματοδότηση, το επικατάρατο monetary financing. Το γύρισμα όμως αυτό –rollover στα αγγλικά –έγινε στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Ο λόγος ήταν ότι οι Ιρλανδοί βγήκαν στις αγορές, άρα δεν είναι απόλυτα εξαρτώμενοι από βοήθεια, άρα δεν πρόκειται για νομισματική χρηματοδότηση.

Αυτή είναι μία από τις αιτίες –πέρα από τους προφανείς συμβολικούς λόγους –για τις οποίες η κυβέρνηση θέλει οπωσδήποτε να βγούμε στις αγορές, έστω και για μικρό ποσό, έστω και με επιτόκιο κοντά στο 6% λίγο πάνω από το οποίο «έσβησαν τα φώτα» και σταμάτησε ο δανεισμός από τις αγορές την άνοιξη του 2010. Πολλές επεξεργασίες έχουν γίνει και για εναπομείναντα στην αγορά ομόλογα που να δώσουν λύσεις που να βοηθήσουν την καμπύλη του χρέους. Εν κατακλείδι αυτά τα 10 συν 5 δισ. ευρώ αποδίδουν τα 15 δισ. που απαιτούνται για το χρηματοδοτικό κενό έως το 2016. Χωρίς όρους –η conditionality –μέτρα ή δεσμευτικές συμφωνίες. Με τη μορφή, ας πούμε, κάποιας πίστωσης ή «γραμμής» από τον ESM.

Το στοίχημα των τραπεζών

Οι άνθρωποι του Σαμαρά στο Μαξίμου, το υπουργείο Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ –ο οργανισμός που διαχειρίζεται το δημόσιο χρέος –είναι σε διαρκή συνεργασία ώστε η Ελλάδα να έχει επιχειρήματα και στρατηγική. Τα επιχειρήματα δεν μπορεί παρά να είναι οικονομοτεχνικά και νομικά. Οχι πολιτικά. Η προσέγγιση ότι «δεν μπορούμε να πάρουμε άλλα μέτρα, ή δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό ή το άλλο γιατί δεν περνάει πολιτικά» δεν έχει καμία απήχηση στην τρόικα και στην Ευρώπη. Η Αθήνα έχει εμπιστοσύνη και στα νούμερά της, αλλά και στην ικανότητά της να πείσει τους Ευρωπαίους. Αυτά όλα όμως είναι για μετά τον Μάιο, όσο και αν το τοπίο ξεκαθαρίζεται σιγά σιγά τώρα –όπως φαίνεται και από τη δημοσιοποίηση τις επόμενες δέκα ημέρες των εκτιμήσεων της BlackRock για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. «Ηδη ο Προβόπουλος», λέει πρόσωπο που είναι σε θέση να ξέρει, «φωνάζει τους τραπεζίτες και τους δίνει τα νούμερα», ενώ στην Τράπεζα της Ελλάδος θα γίνουν κάποια κρίσιμα ραντεβού την εβδομάδα που αρχίζει. Τα στοιχεία αυτά ανοίγουν τον δρόμο για το τραπεζικό νομοσχέδιο που θέλει να περάσει η κυβέρνηση, η οποία επείγεται να προχωρήσει και το θέμα της Eurobank.

Οι εκπλήξεις του εκλογικού χάρτη

Εκτός από τρόικα και τράπεζες, οι εκατό ημέρες έχουν, βέβαια, τις εκλογές. Εκεί, παρά τους πονοκεφάλους της ΝΔ στα θέματα χειρισμού υποψηφιοτήτων, το τοπίο αναδεικνύεται διαφορετικό από τα αναμενόμενα. Υποτίθεται ότι ο Μάιος θα ήταν σεισμός, ένα τεστ αντοχής για τη συμπολίτευση. Ωστόσο οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται χαμηλές και οι προγνώσεις δυσοίωνες. Τι θα γίνει αν την πρώτη Κυριακή ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης ή/και –ανάλογα με το ποιος θα είναι ο υποψήφιος της ΝΔ στην περιφέρεια –η Ρένα Δούρου μείνουν εκτός δεύτερου γύρου σε Δήμο Αθηναίων και Αττική;

Είναι νωρίς αλλά όσοι «τρέχουν» καμπάνιες δεν θεωρούν το σενάριο απίθανο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει επίσης –ασχέτως παλινωδιών με Βουδούρη και Καρυπίδη –να μην πάρει καμία περιφέρεια. Ολα αυτά δεν αποκλείεται καθόλου να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές. Με άλλα λόγια, το Βατερλό μπορεί να έχει κόκκινο φόντο. Και ο Ιούνιος να αποδειχθεί πολύ διαφορετικός του αναμενομένου. Οχι ότι ο Μπουτάρης ή ο Καμίνης είναι υποψήφιοι της Συγγρού. Αλλά η καραμπόλα των αυτοδιοικητικών δεν θα βγάλει νικητή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανατρέποντας σχεδιασμούς και δημιουργώντας εντελώς άλλο τοπίο για την προεδρική εκλογή του 2015.

Αν όμως τα πολιτικά έχουν σημασία, στέλεχος στο κέντρο της κυβέρνησης επιμένει ότι «τόσο για τον Σαμαρά όσο και για τον Βενιζέλο προέχει πάνω απ’ όλα η διευθέτηση του χρέους το 2014 και η διασφάλιση ότι η χώρα θα πάει στο 2016 χωρίς άλλο Μνημόνιο ή δέσμευση για μέτρα. Ετσι, έπειτα από μία πενταετία, κλείνει ο μαύρος κύκλος που άνοιξε το 2009 και η χώρα σταματάει να πορεύεται στο χείλος της δημοσιονομικής καταστροφής. Η κυβέρνηση αυτή θα μπορεί να λέει ότι έσωσε την Ελλάδα από τη δραχμή το καλοκαίρι του 2012 και έβαλε τη χώρα στον ίσιο δρόμο στα δημοσιονομικά το 2014».