Υπάρχει όπερα στο Κακοσάλεσι; Δεν υπάρχει. Αλλά όταν είσαι νέος, ανερχόμενος τραγουδιστής, ταλαντούχος και ακούς καλά λόγια, μπορεί να επικαλεστείς πως έχεις συμβόλαιο με την προαναφερθείσα όπερα και να «καθαρίσεις» ­– εν μέσω γέλιων. Το 1980 ο Θάνος Μικρούτσικος πήγε για συναυλία στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Βιέννης. Στη θέση του τενόρου που αρρώστησε βρέθηκε ο Σάκης Μπουλάς. Και στο τέλος της παράστασης η διευθύντρια της Οπερας της Βιέννης – ενθουσιασμένη από την ερμηνεία του – τον ρώτησε σε ποια όπερα εργαζόταν. «Στην όπερα στο Κακοσάλεσι» απάντησε για λογαριασμό του τραγουδιστή ο Θάνος Μικρούτσικος (όπως αφηγείται στη βιογραφία του «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος» στον Οδυσσέα Ιωάννου). Λίγο αργότερα ξεσπούν σε γέλια

Μέσα σε γέλια, παρέες και μια πλούσια πορεία (που περιελάμβανε από τη συμμετοχή του στον φορτισμένο πολιτικά δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μέχρι δημοφιλή τηλεοπτικά σίριαλ) έζησε ο τραγουδιστής και ηθοποιός Σάκης Μπουλάς μέχρι χθες, που έφυγε από τη ζωή έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο στα 60 του χρόνια.

Ενα τέλος που έχει και κάτι γενναίο, αφού το πάλεψε πολύ, όρθιος, με αξιοπρέπεια και πείσμα και παρότι τον τελευταίο χρόνο διάφορες ιστοσελίδες τον είχαν «πεθάνει» ήδη τέσσερις φορές. «Μια χαρά είμαι. Πολεμάω πάρα πολύ, όχι μόνο με χημειοθεραπείες αλλά και άλλα πολλά. Υποτίθεται ότι θα κάνω κάποια λιγότερα πράγματα, έχουν πρόθεση να με προστατέψουν. Γουστάρω όμως που δουλεύω εδώ. Σε μια δύσκολη φάση που περνούσα πήρα ένα αισιόδοξο μήνυμα και μου έδινε τη δυνατότητα, αφού είχα τη δύναμη να έρθω εδώ με φίλους, να κάνουμε πλάκα, να τραγουδήσουμε». Αυτά μας έλεγε στην τελευταία συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» στις 14 Δεκεμβρίου και με αφορμή τις εμφανίσεις του στην Ακτή Πειραιώς με τον Διονύση Σαββόπουλο («είναι δάσκαλός μου πάντα», έλεγε για τον συνθέτη), τον αγαπημένο του φίλο Γιάννη Ζουγανέλη, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.

Ο 60χρονος καλλιτέχνης νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα στο Υγεία. «Την άλλη φορά θα σου σφίξω το χέρι», μου είχε πει με τον φόβο των μικροβίων, εξασθενημένος από τις χημειοθεραπείες, καταβεβληµένος αλλά και µε µια φλόγα στα µάτια. Ενας αιώνιος έφηβος θα λέγαμε.

Ο Μπουλάς εξάλλου (που γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1954 αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά) υπήρξε εκείνη η περίπτωση ταλαντούχου καλλιτέχνη που με ευκολία μεταπηδούσε από το τραγούδι στην υποκριτική και στην περφόρμανς. Παιδί της συλλογικότητας, ξεκίνησε από τα πιο εναλλακτικά στέκια των μέσων της δεκαετίας του ’70 ή του ’80, όπως το μουσικό καφενείο Σούσουρο όπου εμφανιζόταν με τον Νικόλα Ασιμο ή το θρυλικό Αχ Μαρία όπου άφησε εποχή μαζί με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Ισιδώρα Σιδέρη, Λάκη Παπαδόπουλο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και μια ευρύτερη παρέα δημιουργών που συμμετείχαν στις πιο ανατρεπτικές και πρωτοπόρες εκδοχές μεικτού θεάματος του εξαρχειώτικου στεκιού.

Παιδί της Μεταπολίτευσης, επίσης, πολιτικοποιημένος πάντα, υπήρξε εκείνα τα χρόνια μέλος του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας) αλλά και ανοιχτός στις πιο τολμηρές και αβανγκάρντ προκλήσεις της εποχής. Σκεφτείτε πως την ίδια χρονιά (1976-1977) που τον καλεί ο Διονύσης Σαββόπουλος να συμμετάσχει στους «Αχαρνής» του που μεταπλάστηκαν και στον περίφημο δίσκο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα Θυμαράκια», συμμετέχει με την Αφροδίτη Μάνου και στον δίσκο «Ανεπίδοτα γράμματα» του Μιχάλη Γρηγορίου σε ποίηση (για πρώτη φορά) του συγγραφέα του «Κιβωτίου» και κορυφαίου μεταφραστή του Ντοστογιέφσκι Αρη Αλεξάνδρου.

Ο Μπουλάς όμως έγραφε και στίχους και μάλιστα σε επιτυχίες όπως το «Φλασάκι», σε μουσική του Μαχαιρίτσα, το «Μπανάκι μανάκι» του Γιοκαρίνη αλλά και τον «Σεμπάστιαν» που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.

aNHΣΥΧΟ ΠΝΕΥΜΑ. Και αν ήταν ο «άρχοντας» της Lyra Αλέκος Πατσιφάς εκείνος που επέμενε μέχρι τέλους πως ο Σάκης μπορούσε να γίνει ένας καλός λαϊκός τραγουδιστής, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Ο Μπουλάς έκανε προσωπικούς δίσκους, όπως το «Μπουλάς Ελλάς» σε παραγωγή Αντώνη Βαρδή, ενώ με ευκολία στα λάιβ του έλεγε από κλασικά ροκ κομμάτια μέχρι Δήμο Μούτση ή το «Caruso» του Λούτσιο Ντάλα. Το ανήσυχο πνεύμα του εξάλλου δεν επαναπαύεται σε μια φόρμα και τη δεκαετία του ’80 καταγράφεται και η πρώτη του παρουσία στη μικρή οθόνη με το «Graffiti» και τα «Κουφώματα», δίπλα στον Γιάννη Ζουγανέλη, ενώ σιγά σιγά το κύμα της ιδιωτικής τηλεόρασης που σηκώνεται τον βρίσκει παρουσιαστή τηλεπαιχνιδιών σε μια αντίστοιχη πορεία με εκείνη του Βλάση Μπονάτσου ή του Γιάννη Ζουγανέλη, που μεταπηδούν στα πάντα με ταλέντο.

«Ο κόσμος θέλει να έχεις μια ταυτότητα, εδώ δεν είναι Αμερική που υπάρχει ένα κοινό που είναι σε θέση να αποδεχθεί ό,τι κάνεις. Εδώ ρωτάει τι είσαι», μας έλεγε ο ίδιος, που βέβαια υπήρξε και ηθοποιός με συμμετοχές σε 13 ταινίες, ξεκινώντας το 1983 με τον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού. Αφησε όμως εποχή το 1999 στην ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη, όπου συμπρωταγωνιστώντας με τον Ζουγανέλη και τον Αργύρη Μπακιρτζή υποδύθηκε έναν αμετανόητο πελοποννήσιο κομματάρχη του ΠαΣοΚ, συνοψίζοντας και μια ολόκληρη εποχή.

Τον Μπουλά απόλαυσε ένα νεότερο ή ευρύ κοινό που δεν τον είχε προλάβει στις ηρωικές εποχές της δισκογραφίας ή στο Αχ Μαρία τα τελευταία χρόνια στα λάιβ του αλλά και σε σίριαλ όπως «Δέκα λεπτά κήρυγμα», «Σαββατογεννημένες», «Πενήντα Πενήντα», «7 θανάσιμες πεθερές», «Εντιμότατοι κερατάδες», «Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας» και άλλα.

«Ο Σάκης μας έφυγε σήμερα το πρωί, αλλά θα είναι πάντα μαζί μας», έλεγαν χθες οι φίλοι και συνεργάτες του στην Ακτή Πειραιώς και θα προσθέταμε πως πλάι στο φανταστικό μνημείο από τον «Ντικ» («Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ / ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ» από την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» των Μικρούτσικου – Ρίτσου που συνερμήνευσε με τη Μαρία Δημητριάδη), τώρα παραδίδεται και ο ίδιος στην Ιστορία.