Η συζήτηση αυτή έχει γίνει επανειλημμένα, αλλά προκαλείται συνήθως από τους αριστερούς. Το ΑΕΠ, λένε, δεν περιγράφει ούτε επαρκώς ούτε ακριβώς την κατάσταση μιας οικονομίας. Για να καταλάβουμε πώς πηγαίνει μια χώρα δεν είναι αρκετό να βλέπουμε τη μείωση του χρέους, την αύξηση των ξένων επενδύσεων ή το πόσες φορές υπερκαλύπτεται η έκδοση ενός ομολόγου. Μεγαλύτερη σημασία έχουν άλλοι δείκτες, όπως η ανεργία ή η πορεία των μισθών.

Αυτή τη φορά, η σύγκριση έγινε από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Ναι, η Ελλάδα έχει τελευταία από τις καλύτερες επιδόσεις στην ευρωζώνη, σημείωνε χθες η Βαλεντίνα Ρόμεϊ στους Financial Times. Ναι, το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώνεται. Ναι, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας είναι διπλάσιος από εκείνον της ευρωζώνης. Ομως, η Ελλάδα παραμένει η φτωχότερη χώρα της ευρωζώνης. Κι αν η διαφορά της από τη Βουλγαρία συνεχίσει να κλείνει, σύντομα θα είναι η φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η βασική αιτία είναι φυσικά η λιτότητα που επιβλήθηκε μετά την κρίση του 2010 και είχε ως αποτέλεσμα να έχει συρρικνωθεί η οικονομία κατά 19% σε σχέση με το 2007 (έναντι αύξησης κατά 17% που έχει σημειώσει στο σύνολό της η οικονομία της ΕΕ). Ο παράγων αυτός σταδιακά θα εκλείψει, έστω κι αν σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις θα χρειαστεί μια γενιά. Ανησυχία προκαλούν όμως κάποιες άλλες, πιο μακροπρόθεσμες, τάσεις στις οποίες αναφέρεται η εφημερίδα. Η έλλειψη αναπλήρωσης της πτώσης που έχει σημειώσει η οικοδομική δραστηριότητα. Η κλιματική αλλαγή, που πλήττει τόσο τον τουρισμό όσο και τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Το δημογραφικό, με τις γεννήσεις να σημειώνουν εδώ και μια δεκαετία κάθετη πτώση.

Οσοι γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας υποστηρίζουν ότι η παραπάνω εικόνα είναι απατηλή. Οι στατιστικές, λένε, δεν λαμβάνουν υπόψη το τεράστιο μέγεθος της παράλληλης οικονομίας. Κλασικό παράδειγμα είναι η φοροδιαφυγή, για την καταπολέμηση της οποίας άλλαξε ο τρόπος φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, εντάθηκαν οι έλεγχοι και κατέστη υποχρεωτική η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS.

Σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιολογείται ούτε ο εφησυχασμός ούτε η θριαμβολογία. Ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης υποστηρίζει ότι μετά τις εκλογές η κυβέρνηση εφάρμοσε το 50% του οικονομικού της προγράμματος για την τετραετία, η αλήθεια όμως είναι ότι η πτώση των πραγματικών μισθών συνεχιζόταν μέχρι το 2022, την τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν στοιχεία: 30% σε σχέση με το 2007, υπερτριπλάσια εκείνης που αφορά την αμέσως επόμενη χώρα, την Ισπανία! Την τελευταία διετία διευρύνονται όμως και οι εισοδηματικές ανισότητες, με το 20% του πλουσιότερου πληθυσμού να έχει σήμερα 5,28 φορές υψηλότερο εισόδημα από το 20% του φτωχότερου πληθυσμού.

Τι χρειάζεται; Μεταρρυθμίσεις – επίμονες, στοχευμένες και δίκαιες. Για να γυρίσει πραγματικά η σελίδα.