Τελευταία πρόβα πριν το Πάσχα προχθές στο Θέατρο Αλσος. Ωραία πήγαινε το πράγμα, κάποια στιγμή όμως, σαν κάτι να κλωτσούσε, δεν βρίσκαμε τα πρόσωπα, ψάχναμε τις λέξεις, το αστείο ξεφούσκωνε πριν σχεδόν λεχθεί. Θέλαμε να βάλουμε έναν ήρωα στη σκηνή από σίριαλ που πριν χρόνια είχε μεγάλη επιτυχία και σκαλώσαμε στον λόγο. Τι πρέπει να πει που να τον θυμίζει; Για την εμφάνιση δεν υπήρχε θέμα, κόκκινο μοϊκάνα το μαλλί και στον ώμο μια σαύρα έτοιμος ο Λάζαρος, απ’ το «Είσαι το ταίρι μου». Αλλά η ατάκα; Ποια ήταν η ατάκα που θα μπορούσε στα μάτια του κοινού να τον αναστήσει; Προσπαθούσα να θυμηθώ αλλά μάταια. Και τότε ο ηθοποιός που θα τον παίξει, νεαρός και στη σκηνή κάπως δειλά. «Να προτείνω;» Κούνησα το κεφάλι.

– Λέω να πω «Εδώ ο κόσμος καίγεται, και συ χτενίζεσαι».

Εμεινα για μια στιγμή μετέωρος στον χρόνο, δεν κατάλαβα για πότε μιλούσε; Για τότε; Για τώρα; Νέο παιδί πού το ξέρει αυτός το τότε. Οσο και να μη θέλω να το παραδεχθώ πάνε πενήντα χρόνια πια. Πού ήξερε το Θέατρο Αλσος στο Παγκράτι; Νέοι τότε, μόλις βγαλμένοι απ’ τη Σχολή του Εθνικού, ζεστοί ακόμα, παίζαμε Επιθεώρηση. Και το όνομα αυτής, «Και συ χτενίζεσαι». Κι όχι μόνο αυτό, η έναρξη της παράστασης είχε για ρεφρέν τον στίχο «Εδώ ο κόσμος καίγεται, κι εσύ χτενίζεσαι» (δισ.). Πριν αφήσω να ξεπηδήσει το παρελθόν μπροστά μου και να σκορπίσει ήχους, πρόσωπα, καημούς κι αρώματα, και με θολώσει, άρχισα την ανάκριση.

Γιατί το λες αυτό, παιδί μου; Ποιος σου το ‘πε να το πεις; Πού το ξέρεις; Τι θες; Να μου κάνεις τον έξυπνο; Να με κολακεύσεις κατά κάποιον τρόπο δείχνοντας ότι ξέρεις τα πάντα για τον σκηνοθέτη σου; Απόρησε ο άνθρωπος. Με κοίταζε άναυδος. «Οχι, κύριε Φασουλή, αυτό έλεγε ο Λάζαρος στο σίριαλ, είμαι σίγουρος, το έβλεπα μικρός».

Αρχισα να καταλαβαίνω συνδυάζοντας τις μέρες, συνδυάζοντας τα χρόνια. Ο Θοδωρής Πετρόπουλος που έγραψε το «Ταίρι», φαντάζομαι, θα είχε δει την παράσταση μικρός στο Παγκράτι ή κάποιος θα του είπε γι’ αυτήν, δεν θα την είχε σβήσει ακόμα ο καιρός, και θέλοντας να κλείσει το μάτι στον θεατή, ή να κάνει μιαν αναφορά, έβαλε στο στόμα του ήρωά του τον στίχο ατόφιο, αλλά δεν είναι φοβερό; Μια φράση που τραγουδούσαμε στο Αλσος στο Παγκράτι κάθε βράδυ ένα καλοκαίρι τότε, μισόν αιώνα πριν, να εκτοξεύεται στον χρόνο και περνώντας πάνω απ’ τον τηλεοπτικό αέρα του 2000 να σκάει τώρα σαν στρακαστρούκα στο Θέατρο Αλσος και να ζητάει με το έτσι θέλω και με το θάρρος της λάμψης της να ξανανέβει στη σκηνή πάμφωτη και αναγεννημένη;

Στην πρόβα δεν έδειξα τίποτα. Στο τέλος μαζέψαμε τα χαρτιά μας, με τους ρόλους ακόμα στις φασκιές, είπαμε τις ευχές μας, αγκαλιαστήκαμε, χαιρετηθήκαμε, κι ο καθένας σπίτι του μοναξιά στην κοίτη του.

Μόνο καθώς έκλεινα την πόρτα στο δικό μου σπίτι άφησα τη συγκίνηση να κάνει το νούμερό της στη σκηνή. Με λίγο φως ιλαρό απ’ τα παλιά, η μουσική να παίζει χαμηλά ένα βαλς ανθισμένων ονείρων και γύρω ένα ιπτάμενο μπαλέτο σε αργή κίνηση να σχηματίζει ζεύξεις κι αποκλίσεις δακρύων. Οταν έπεσε η αυλαία ήρθε γλυκά το ΤΟΤΕ ντυμένο ΤΩΡΑ και μ’ έβαλε να πλαγιάσω. Στον ύπνο μου ψιθύριζα. «Εδώ ο κόσμος καίγεται κι Εγώ χτενίζομαι».

Καλή Ανάσταση