Ο Σέρλοκ Χολμς πηδάει με μίνι αλεξίπτωτα και μπαίνει σε καταγώγια οπιομανών προκειμένου να σώσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτά συμβαίνουν σε ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα του 1913 που μόλις ήρθε στο φως και που είναι πιθανότατα το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα

Οταν η κυρία Μαίρη, μια αεράτη γυναίκα -που αργότερα αποκαλύπτεται ότι είναι τουρκάλα Κωνσταντινουπολίτισσα –φτάνει έξω από το ξενοδοχείο Emperor’s Hotel, ο Σέρλοκ Χολμς έχει οργανώσει με δικούς του ανθρώπους μια συμπλοκή μπροστά από την άμαξά της έτσι ώστε η ωραία κυρία να γίνει υπερβολικά ορατή και να αναγκαστεί να αποχωρήσει πριν βάλει σε λειτουργία το εγκληματικό σχέδιο στο οποίο συμμετέχει.

Με πλαστό σημείωμα, ο στενός συνεργάτης του Βενιζέλου Στέφανος Σκουλούδης υποτίθεται ότι καλούσε τον έλληνα πρωθυπουργό στο ξενοδοχείο αυτό προκειμένου να του πει επειγόντως κάτι πολύ σημαντικό, εθνικού ενδιαφέροντος. Η Μαίρη, μόλις ερχόταν, θα του μιλούσε ελληνικά και θα του έπιανε την κουβέντα ώστε οι βούλγαροι συνωμότες να είχαν την ευκαιρία να προβούν στη δολοφονική ενέργεια. Η επέμβαση όμως του Χολμς, που μάλιστα προσποιήθηκε ότι τραυματίστηκε από τη συμπλοκή έξω από το ξενοδοχείο, απέτρεψε τη δολοφονία. Αυτή είναι η μία από τις δύο αποφασιστικές επεμβάσεις του που σώζουν τον Βενιζέλο στο βιβλίο…

Η δεύτερη είναι την ώρα της άφιξης της ελληνικής αντιπροσωπείας στα ανάκτορα του Αγίου Ιακώβου, όταν, ντυμένος βούλγαρος υπολοχαγός, ο Χολμς σταματά δύο άλλους Βούλγαρους την ώρα που βγάζουν το πιστόλι.

Για να καταφέρει να ανακαλύψει τα πρόσωπα των δραστών, ο Χολμς μεταμφιέζεται πέντε φορές, πηδά με μίνι αλεξίπτωτο από ψηλό όροφο νοσοκομείου προκειμένου να γλιτώσει από τους διώκτες του, συνεργάζεται με τον γραμματέα του Βενιζέλου, πηγαίνει μέχρι και σε καταγώγια οπιομανών ακολουθώντας τα ίχνη μιας πολυπλόκαμης εγκληματικής οργάνωσης. Πρόκειται για δράση αντάξια των πρωτότυπων έργων του Κόναν Ντόιλ. Στο εν λόγω θλιβερό καταγώγιο, στην άκρη της πόλης, όπου ξαπλωμένοι σε ατομικά κρεβάτια πελάτες έφταναν σε απώλεια συνείδησης από το πολύ όπιο, ο Χολμς εισέδυσε με τη μορφή γέρου οπιομανούς: «πλησίον πυραύνου περιέχοντος αναμμένα κάρβουνα, εκάθητο ένας γέρων υψηλός και ισχνός επί ξυλίνου σκαμνίου, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και προσηλών το βλέμμα του με τρόπο εντελώς βλακώδη προς το πυρ».

Ο Ουάτσον, που μπήκε κατά τύχη εκεί αναζητώντας έναν κατεστραμμένο από το όπιο γείτονά του, λέει: «Μόλις εισήλθον εις το υπόγειον, ένας Μαλαίος υπηρέτης, κιτρινόχρους, μ’ επλησίασε και αφού μου προσέφερε τσιμπούκι με όπιον, μου έδειξεν ένα κρεβάτι κενόν, δια να εξαπλωθώ».

Οι περιπέτειες συνεχίζονται με αμείωτη ένταση για σχεδόν διακόσιες σελίδες, όταν οι κακοί συλλαμβάνονται σε σπίτι με κρυφό διαμέρισμα κάτω από μια σκάλα.

Κάποια ευρήματα δεν είναι πολύ πειστικά, ιδίως αυτό με τα αρχικά της εγκληματικής οργάνωσης (ΚΚΚ) που παραπέμπει στην Κου Κλουξ Κλαν. Σε γενικές γραμμές όμως είναι ένα πολύ διασκεδαστικό μυθιστόρημα που πατάει και σε σωστή χαρτογράφηση των δεδομένων της διεθνούς πολιτικής: η αγγλοφιλία του Βενιζέλου, που συνέβαλε στην αλλαγή συνόρων προς όφελος της Ελλάδας, δεν εκτιμήθηκε το ίδιο από άλλους Βαλκάνιους. Ενώ και το ζήτημα των πολιτικών δολοφονιών βρισκόταν στην αιχμή της επικαιρότητας, καθώς από τα τέλη του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται οι δολοφονίες ακόμη και αυτοκρατόρων και βασιλέων (τεσσάρων στον αριθμό, ανάμεσα στους οποίους και ο Γεώργιος), αλλά και έξι πρωθυπουργών και πολλών άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων.

Σε αυτό άλλωστε το σκηνικό ο «αληθινός» Χολμς του Ντόιλ είχε εμπλακεί στα της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής σε τέσσερις ιστορίες, ανάμεσά τους «Η δεύτερη κηλίδα» και «Η τελευταία υπόκλιση». Σε αυτή την τελευταία ιστορία και ύστερα από αρκετά χρόνια απραξίας –όπως λέει εκεί ο Ουάτσον, ο Χολμς έχει αποσυρθεί σε μια μικρή φάρμα από τις αρχές του 1900 –ο θρυλικός ντετέκτιβ αναλαμβάνει ξανά δράση προκειμένου να βοηθήσει τη χώρα του ενόψει του διαφαινόμενου πολέμου με τη Γερμανία. Εξού και το «ελληνικό» εγχείρημα να σώσει τον Βενιζέλο, λέει στον κατατοπιστικό πρόλογό του ο Ανδρέας Αποστολίδης, φαντάζει εξαιρετικά πειστικό σε σχέση τις υποθέσεις που ο ίδιος ο Ντόιλ τον έβαζε να αναλαμβάνει τότε.

Ο Κόναν Ντόιλ πρωτοεμφάνισε τον Σέρλοκ Χολμς το 1887 και το 1913 είχε γράψει τις περισσότερες από τις ιστορίες του. Το περιοδικό «Ελλάς» από την πλευρά του, που είχε αρχίσει να εκδίδεται λίγα χρόνια πριν και έδινε έμφαση στην εικονογράφηση, κάτι πρωτοποριακό τότε, είχε κάποιου είδους εμμονή με τον Κόναν Ντόιλ, αφού λίγο πριν από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου αφηγήματος είχε δημοσιεύσει μια ακόμη περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς με τον τίτλο «Ο πλοίαρχος Κάρεϊ» και υποτιθέμενο συγγραφέα τον Κόναν Ντόιλ, ο οποίος όμως δεν έγραψε ποτέ διήγημα με αυτό τον τίτλο.

Αυτό όμως δείχνει την εξοικείωση του ανώνυμου συγγραφέα με το έργο του βρετανού συγγραφέα, όπως το δείχνουν και κάποια από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιεί –λ.χ. το σημείωμα που κατάπιε η χήνα είναι αναφορά στον «Ασημένιο πυρσό», όπου τον Χολμς βοήθησε στην εξιχνίαση του εγκλήματος ένα πιάτο αρνί με κάρι.

Η έκδοση με τη 16σέλιδη εισαγωγή από τον βαθύ γνώστη του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος Ανδρέα Αποστολίδη αποτελεί χωρίς αμφιβολία συμβολή στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά και ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Στις έρευνες για τις πρώτες ελληνικές απόπειρες στο είδος έχει αναμφισβήτητα συμβάλει η δημιουργία, πριν από λίγα χρόνια, της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ), που δημιούργησε τη σχετική ώσμωση.