Ενα Σάββατο βράδυ του 1602, στις 31 Αυγούστου, ο συμβολαιογράφος του Αμστερνταμ Γιαν Μπράουνινγκ έφυγε από το σπίτι του στο Χέιντσε Χουκστέικ και περπάτησε λίγα λεπτά για να πάει στην οδό Βάρμους, στο σπίτι του εμπόρου Ντιρκ φαν Ος. Η καρδιά του εμπορίου βρισκόταν και τότε γύρω από την κεντρική πλατεία της πόλης, την Νταμ, και οι δρόμοι είχαν τα ίδια ονόματα. Στο σπίτι του Ος ήταν μαζεμένοι οι διευθυντές της VOC και ο λογιστής της. Μπροστά τους υπήρχε ένα εντυπωσιακό βιβλίο από χειροποίητο χαρτί και εξώφυλλο από περγαμηνή. Ηταν η τελευταία ημέρα της πρώτης δημόσιας εγγραφής στον κόσμο και οι διευθυντές επέβλεπαν το κλείσιμο του βιβλίου.

Λίγους μήνες πριν, στις 20 Μαρτίου 1602, είχε δοθεί από το κράτος το παραχωρητήριο στη VOC, που προέβλεπε το μονοπωλιακό καθεστώς της και το δικαίωμα των κατοίκων της πόλης να συμμετάσχουν στο εγχείρημα ως επενδυτές. Συγκεντρώθηκε αρχικά ένα ποσό 6,5 εκατ. φιορινιών, κάτι σαν να λέμε σήμερα 100 εκατ. ευρώ. Υπήρχαν εκεί πλούσιοι άνθρωποι που επένδυσαν πολλά χρήματα αλλά και υπηρέτριες που έβαλαν τις οικονομίες τους, διαισθανόμενες ότι συμβαίνει κάτι σημαντικό που δεν πρέπει να χάσουν.

Οι εγγραφέντες, που μπαινόβγαιναν όλο τον Αύγουστο στο σπίτι του Ος, δεν κατέβαλλαν επί τόπου τα χρήματα. Εγγράφονταν και θα τα έδιναν με δόσεις σύμφωνα και με την πορεία του εγχειρήματος, οι λεπτομέρειες του οποίου (πότε θα έφευγαν τα πρώτα πλοία, πότε θα επέστρεφαν) ήταν άγνωστες. Εβλεπαν βέβαια το εγχείρημα ως ενδιαφέρον οικονομικά αλλά και ως πατριωτική υπόθεση. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: η εταιρεία δεν επρόκειτο να διαλυθεί πριν από το 1623 –τελικά μάλιστα διαλύθηκε σχεδόν δύο αιώνες μετά. Τα μερίσματα θα αργούσαν. Το κεφάλαιο ήταν δεσμευμένο για πολλά χρόνια.

Κάπως έτσι, κάποιοι πούλησαν το μερίδιό τους λίγο προτού καταβάλουν την πρώτη δόση, την άνοιξη του 1603. Η διαπραγμάτευση των μεριδίων βρισκόταν ήδη στο 106,5%, δηλωτικό του ενδιαφέροντος και άλλων να συμμετάσχουν, οπότε πουλούσαν χωρίς να έχουν δώσει λεφτά και κέρδιζαν 6,5% επί του κεφαλαίου.

Το πράγμα πήρε γρήγορα διαστάσεις. Οποιος χρειαζόταν το κεφάλαιό του πουλούσε τα μερίδιά του. Μία δεκαετία αργότερα ένας από τους διευθυντές, ο Ισαάκ Λε Μερ, είχε έρθει σε ρήξη με τους συναδέλφους του και βρισκόταν σε δικαστική αντιπαράθεση μαζί τους. Λίγο για να κερδίσει χρήματα, λίγο για να τους εκδικηθεί, αποφάσισε να κερδοσκοπήσει υποτιμώντας τη μετοχή. Είχαν ήδη μπει στις συναλλαγές των μεριδίων τα προθεσμιακά συμβόλαια: συμφωνούσες την αγορά ενός μεριδίου σε μια συγκεκριμένη τιμή αλλά σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ο Λε Μερ, με άλλους δέκα περίπου συνεργάτες, πούλησε χωρίς να λάβει άμεσα κάποιο τίμημα πλήθος μεριδίων με προθεσμιακά συμβόλαια, μεριδίων όμως που δεν είχε ακόμη. Με αυτό τον τρόπο συμπίεσε την τιμή, μετά διέσπειρε και φήμες ότι η VOC δεν πάει καλά, οπότε αγόρασε άλλα μερίδια, σε χαμηλότερη πια τιμή. Τα διέθεσε σε εκείνους που τα χρωστούσε στην προσυμφωνημένη υψηλότερη τιμή και έβγαλε κέρδος. Εγινε έτσι ο πρώτος υποτιμητής, κοινώς σορτάκιας, στον κόσμο.

Ανταμείφθηκε δε γι’ αυτό, αφού ένας μεγάλος πορθμός φέρει το όνομά του. Ο λόγος είναι ότι έψαχνε τρόπους να κάνει μόνος του εμπόριο με τις Ανατολικές Ινδίες, αφού ήταν σε διένεξη με τη VOC. Και αφού το παραχωρητήριο της VOC προέβλεπε μονοπώλιο εμπορίου ανατολικά του Ακρωτηρίου της Ελπίδας (Ν. Αφρική) και δυτικά των Στενών του Μαγγελάνου (Ν. Αμερική), εκείνος έστειλε δύο πλοία που βρήκαν πέρασμα νοτιότερα των Στενών του Μαγγελάνου ώστε νομικά να είναι εντάξει. Αυτή η αποστολή βάφτισε τον Πορθμό Λε Μερ και το Ακρωτήριο Χορν.