Πλήρες εκδοτικό πρόγραμμα των μυθιστορημάτων και διηγημάτων που έγραφε επί 50 χρόνια και δεν εξέδωσε ποτέ φαίνεται ότι άφησε ο συγγραφέας. Θα ξεκινήσει το 2015 και θα ολοκληρωθεί το 2020

Αν οι ισχυρισμοί του σεναριογράφου Σέιν Σαλέρνο και του συνεργάτη του, συγγραφέα Ντέιβιντ Σιλντς, περί προγράμματος επικείμενων εκδόσεων ανέκδοτων βιβλίων του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ είναι σωστοί, υπάρχει κάτι ουσιώδες που πρέπει να μάθουμε ακόμη: ο Σάλιντζερ αρνιόταν να δημοσιεύσει επειδή τρόμαξε από την τεράστια δημοσιότητα του «Φύλακα» ή, με τη φήμη ήδη δεδομένη, επί 50 χρόνια, σαν άλλος Καβάφης, έδινε γραπτά μόνο σε φίλους, τακτοποιούσε αρχεία και φρόντιζε την υστεροφημία του;

Προς το παρόν δεν μπορεί να βγει συμπέρασμα. Δεν ξέρουμε καν τον εκδότη των έργων. Ο εκπρόσωπος του εκδοτικού οίκου Litte, Brown and Company, ο οποίος είχε εκδώσει τον «Φύλακα στη σίκαλη» και τρία ακόμη βιβλία του Σάλιντζερ, αρνήθηκε να σχολιάσει τις αποκαλύψεις. Ο ίδιος εξάλλου ο Σάλιντζερ είχε δείξει ικανός για αναπάντεχες επιλογές: στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε, κατ’ αρχάς, επιτρέψει σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο της Βιρτζίνια, τον Orchises, να εκδώσει το διήγημά του «Hapworth 16. 1924» –είναι η πραγματικά τελευταία δημοσίευση του Σάλιντζερ, ένα επιστολικό διήγημα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «New Yorker» τον Ιούνιο του 1965. Αλλά ενώ είχε ανακοινωθεί, η δημοσίευση έπαιρνε συνεχώς αναβολή και εντέλει ο Σάλιντζερ δεν αποφάσισε ποτέ οριστικά την έκδοσή του σε βιβλίο.

Αν, πάντως, θέλησε ο ίδιος να ασχοληθεί πραγματικά με την υστεροφημία του, το πράγμα αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον. Διότι θα έχει θελήσει να τελειοποιήσει τη συγγραφική αποτύπωση των δύο αγαπημένων του θεμάτων που σε μεγάλο βαθμό στοίχειωναν το έργο του: τις περιπέτειες της δύσκολης εφηβείας, ενηλικίωσης και απώλειας της αθωότητας, αλλά και τα τραύματα του πολέμου που στο υφιστάμενο έργο του είναι λιγότερο παρόντα, οι βιογράφοι του λένε όμως ότι ήταν γι’ αυτόν ακόμη περισσότερο οδυνηρά.

Ο Σάλιντζερ από το 1942 έως το 1945 πολέμησε σε μερικές από τις πιο αιματοβαμμένες ευρωπαϊκές μάχες, συμμετείχε στην απόβαση στη Νορμανδία και υπήρξε από τους πρώτους μάρτυρες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, από τους πρώτους στρατιώτες που μπήκαν εκεί και είδαν από κοντά τη φρίκη. Νοσηλεύθηκε, μάλιστα, το 1945 για μετατραυματικό στρες και όλη αυτή η πολεμική εμπειρία, λένε κάποιοι, τον τσάκισε ως άνθρωπο και τον έκανε συγγραφέα.

Η ευαισθησία του αργότερα επεκτάθηκε και ως προς τη φήμη. Η ξαφνική δημοσιότητα και το ντελίριο που προκάλεσαν στο κοινό ο «Φύλακας στη σίκαλη» (δημοσιεύθηκε το 1951) τον οδήγησαν σταδιακά στην απομόνωση. Εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη δύο χρόνια αργότερα και εγκαταστάθηκε στη μικρή πόλη Κόρνις στο Νιου Χαμσάιρ, όπου έζησε για 57 χρόνια και πέθανε. Στην αρχή υπήρξε κοινωνικός και μετείχε στη ζωή της πόλης, ιδίως των νέων, αλλά κάποια γεγονότα τον στεναχώρησαν και σιγά σιγά απομονώθηκε.

Για μία και μοναδική φορά επέτρεψε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο μία ιστορία του, το «For Esme – With Love and Squalor», αλλά απογοητεύθηκε τόσο από το αποτέλεσμα που αρνήθηκε συστηματικά οποιαδήποτε άλλη πρόταση –και υπήρξαν πολλές, ιδίως για τον «Φύλακα στη σίκαλη». Η Τζιν Μίλερ, πάντως (το κορίτσι που ενέπνευσε στον Σάλιντζερ το διήγημα αυτό), μίλησε στους συν-συγγραφείς και η συνέντευξή της περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Ενα βιβλίο που, αν πιστέψουμε τους πρώτους αναγνώστες του, παραθέτει πολλά νέα στοιχεία για τον συγγραφέα, σπάνιες φωτογραφίες, επιστολές, εκατοντάδες παλιές και νέες συνεντεύξεις, απολογιστικά κομμάτια συνολικής κριτικής για το έργο του από ειδικούς και πάσης φύσεως υλικό. Συμπεριλαμβάνει, ακόμη, ρήσεις άλλων συγγραφέων που σχολιάζουν τον Σάλιντζερ, από τον Γκορ Βιντάλ έως τον Τομ Γουλφ, αλλά και την περίφημη κουβέντα του δολοφόνου τού Τζον Λένον, του Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν, ότι μία από τις αιτίες που τον σκότωσε ήταν το βιβλίο «Ο φύλακας στη σίκαλη»!