Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στον αλκοολισμό της συντρόφου της μητέρας της η Ολίβια Λάινγκ άρχισε να διαβάζει αυτά που είχαν να πουν οι συγγραφείς για το ποτό και ιδιαίτερα εκείνοι οι οποίοι ήταν πότες οι ίδιοι επί πολλά χρόνια. Μιλώντας για τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, ο Μποντλέρ είχε δηλώσει μια φορά ότι το αλκοόλ αποτελούσε για τον αμερικανό ποιητή και πεζογράφο ένα όπλο με το οποίο προσπαθούσε «να σκοτώσει κάτι που ενυπήρχε μέσα του, ένα σκουλήκι το οποίο δεν πέθαινε», ενώ ο Σολ Μπέλοου γράφοντας την εισαγωγή του μυθιστορήματος «Recovery» του ποιητή Τζον Μπέριμαν (κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του) σημείωσε τα εξής: «Η έμπνευση εμπεριείχε μια απειλή θανάτου. Γράφοντας τα πράγματα τα οποία επιδίωκε να γράψει και για τα οποία είχε προσευχηθεί, κατέρρεε. Το ποτό ήταν ένας σταθεροποιητής. Περιόριζε κάπως τη μοιραία ένταση».

Με τον καιρό η Λάινγκ εστίασε το ενδιαφέρον της σε έξι αμερικανούς συγγραφείς, των οποίων οι ζωές είχαν μερικά πολύ χαρακτηριστικά κοινά σημεία. Ολοι, εκτός από έναν, είχαν μια αυταρχική μητέρα και έναν αδύναμο πατέρα. Τους χαρακτήριζε το μίσος για τον εαυτό τους και τους βασάνιζε μια μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας. Σχεδόν όλοι βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση με τη σεξουαλικότητά τους, ενώ ο έκλυτος βίος τους αποτέλεσε πηγή μάλλον άγχους παρά ικανοποίησης. Οι πιο πολλοί πέθαναν σχετικά νέοι, μεσήλικοι, ενώ όσων ο θάνατος δεν προήλθε από τα δικά τους χέρια, σχετιζόταν άμεσα με τα χρόνια της κραιπάλης. Κατά περιόδους όλοι προσπάθησαν να απαλλαγούν από τη μανία για το αλκοόλ, αλλά μόνο δύο τα κατάφεραν. Οι ζωές αυτών των ανθρώπων μοιάζουν τραγικές, «ζωές ανθρώπων χαμένων και ασώτων», παρατηρεί η Λάινγκ στο βιβλίο της. Ομως αυτοί οι έξι συγγραφείς –Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Τενεσί Γουίλιαμς, Τζον Μπέριμαν, Τζον Τσίβερ και Ρέιμοντ Κάρβερ –έγραψαν μερικά από τα πιο όμορφα κείμενα των καιρών μας.

Το 2011 η βρετανίδα συγγραφέας αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι κατά μήκος της αμερικανικής επικράτειας με σκοπό να συντάξει έναν «τοπογραφικό χάρτη του αλκοολισμού» αυτών των έξι ανδρών. Επιθυμώντας να κατανοήσει τη σχέση μεταξύ της συγγραφής και του αλκοόλ, η Λάινγκ επισκέφθηκε τους τόπους –τη Νέα Υόρκη και τη Νέα Ορλεάνη, το Κι Γουέστ, το Σεντ Πολ και το Πορτ Αντζελες –όπου αυτοί οι συγγραφείς αρχικά ανέπτυξαν τη συνήθεια και στη συνέχεια υπέκυψαν στο πάθος τους για το αλκοόλ και συνομιλώντας τόσο με τους τόπους όσο και με τους συγγραφείς κατέγραψε το πέρασμά τους από τις «απολαύσεις της μέθης στην εξουθενωτική πραγματικότητα της διαδικασίας απεξάρτησης».

Οι περισσότεροι κατέφευγαν στο ποτό για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στο άγχος και στο άλγος της ζωής. Ως έφηβος ο Τενεσί Γουίλιαμς προσπαθούσε να ξεπεράσει τις κρίσεις πανικού από τις οποίες υπέφερε έως το τέλος της ζωής του, είτε περπατώντας για ώρες στους δρόμους του Σεντ Λούις είτε κολυμπώντας. Μεγαλώνοντας όμως και έχοντας μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, το σεξ και το αλκοόλ έγιναν οι αγαπημένοι του τρόποι διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα. Η Λάινγκ δίνει τον λόγο στον ίδιο τον συγγραφέα ο οποίος εξηγεί στα Απομνημονεύματά του ότι κάθε φορά που έπινε κρασί ένιωθε «σαν να είχε μεταγγιστεί στις φλέβες του ένα νέο είδος αίματος, ένα αίμα το οποίο εξαφάνιζε για λίγο όλη την αγωνία και την ταραχή και το οποίο για λίγο αποτελούσε το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα».

Τα όνειρα όμως διαρκούν λίγο, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Γουίλιαμς, κάποια στιγμή τελειώνουν και το μόνο που απομένει είναι η σκληρή πραγματικότητα.

Επειτα από χιλιάδες μανχάταν που κατανάλωσε ο Τζον Τσίβερ για να αντιμετωπίσει τα αισθήματα κατωτερότητας και ντροπής από τα οποία υπέφερε εξαιτίας της αμφιφυλίας του αλλά και της συγγραφικής του ιδιότητας –θεωρούσε τον εαυτό του «απατεώνα μεταξύ των μελών της μεσαίας τάξης», σημειώνει η Λάινγκ, έναν τάχα όμοιό τους ο οποίος συνυπήρχε μαζί τους μόνο και μόνο για να τους παρατηρεί και να τους εξετάζει -, ο αποκαλούμενος «Τσέχοφ των προαστίων» στα τέλη της δεκαετίας του ’50 χρησιμοποιούσε τη λέξη «αλκοολισμός» για να περιγράψει τη συμπεριφορά του ως εξής: «Το πρωί είμαι βαθιά μελαγχολικός, τα σωθικά μου σχεδόν δεν λειτουργούν, πονάει το νεφρό μου, τρέμουν τα χέρια μου και καθώς περπατάω στη Μάντισον Αβενιου φοβάμαι ότι θα πεθάνω. Αλλά με το που έρχεται το απόγευμα, ή ακόμα και από το μεσημέρι, κάποιος περίεργος συνδυασμός νευρικών εντάσεων θολώνει τις αναμνήσεις μου από όσα προκαλεί το ουίσκι στη φυσική και πνευματική μου κατάσταση. Θα μπορούσα να καταστρέψω τον εαυτό μου. Είναι μόλις δέκα και εγώ σκέφτομαι τη μεσημεριανή δόση».

Δίπλα στον Τσίβερ στέκεται ο τουμπανιασμένος και καταθλιπτικός Χέμινγουεϊ των τελευταίων χρόνων της ζωής του, ο οποίος θα απαλλαγεί από το μαρτύριό του αυτοκτονώντας στις 2 Ιουλίου 1961. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έχει ήδη δει, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, τη γυναίκα του να καταλήγει σε άσυλο της Βαλτιμόρης και τον εαυτό του διαρκώς μεθυσμένο να γράφει κακές ιστορίες και να καρφώνεται με το αυτοκίνητό του σε κτίρια της πόλης. Εξάλλου, ο Τζον Μπέριμαν, διακεκριμένος καθηγητής και χαρισματικός ποιητής, στις 7 Ιανουαρίου 1972, έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να αποτοξινωθεί, θα σκαρφαλώσει στο κιγκλίδωμα της Ουάσιγκτον Αβενιου Μπριτζ στο Σεντ Πολ και θα πηδήξει στο κενό. Ωστόσο το ζήτημα της σχέσης μεγάλων συγγραφέων με το αλκοόλ παραμένει ανοιχτό καθώς είναι εξαιρετικά αμφίσημο, σχεδόν αινιγματικό. «Από τη μία πλευρά, υπάρχει η κατάχρηση και η κατάπτωση· από την άλλη μεριά, υπάρχει η επίμονη εργασία, η ψυχαναγκαστική τιμιότητα και η παραγωγή τέχνης με διάρκεια».», σημειώνει η Λάινγκ.