«Τίποτα δεν πεθαίνει, όλα μεταμορφώνονται», έγραφε με βεβαιότητα το 1910 ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Την ίδια σκέψη φαίνεται ότι έκανε και ο βέλγος σχεδιαστής Ντρις βαν Νότεν όταν για την εφετινή καλοκαιρινή συλλογή του επέλεξε να μετατρέψει το αδρό, τραχύ ύφος της μόδας των γκρίζων βιομηχανικών δρόμων του Σιάτλ στο δικό του σύγχρονο περιβάλλον μιας εύθραυστης νωχέλειας, με τις επιστρώσεις των λεπτών ρούχων.

Το γκραντζ είναι δύσθυμο. Γεννήθηκε από τη μουσική στο Σιάτλ τις αρχές των 90s ανάμεσα σε γκαράζ και άδειες αποθήκες, κάτω από γέφυρες και σε μαγαζιά φιλανθρωπίας. Βυθίστηκαν σε αυτό οι νέοι άνεργοι, οι οποίοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για ένα σύστημα που τους υποχρέωνε να ζήσουν σε συνθήκες επισφάλειας: ξενύχτηδες, ανέστιοι, χωμένοι σε ένα σύννεφο παραζάλης και διανοητικής αποχαύνωσης. Στα χέρια των νέων σχεδιαστών της μόδας εκείνης της εποχής –Μαρκ Τζέικομπς, Αννα Σουί και Κρίστιαν Ροθ –έγινε μια βόμβα μολότοφ. Εκείνοι την πέταξαν πάνω στις βάτες, στα βελούδινα σακάκια και στις φούστες από ταφτά που χρονολογούνταν από τη δεκαετία του ’80, εποχή απληστίας, επίδειξης και υπερβολής.

«Το γκραντζ δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον τρόπο που ντυνόμαστε όταν δεν έχουμε χρήματα», είχε πει το 1993 ο σχεδιαστής Ζαν-Πολ Γκοτιέ. Τότε… όπως και τώρα. Αυτό το κατάλαβαν οι πρώτοι θεατές της συλλογής Saint Laurent που έδειξε ο Εντί Σλιμάν στο Παρίσι τον περασμένο Μάρτιο. Μια συλλογή που προκάλεσε deja vu: το γκραντζ επέστρεψε για τον ερχόμενο χειμώνα υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι μόδα, αλλά η φορεμένη έκφραση του μηδενισμού. Το παράδοξο είναι ότι το λέει ένας οίκος πολυτελείας. Με καρό πουκάμισα ξυλοκόπου, φορεματάκια λολίτας και στρογγυλά γιακαδάκια, αρβύλες και διχτυωτά καλσόν. Οι εκατοντάδων ευρώ τιμή τους απλώς επιβεβαιώνει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Στη μνήμη του Κερτ Κομπέιν η στιγμή επιβάλλει γκραντζ ακούσματα: το «In Utero» των Νιρβάνα επανακυκλοφορεί στις 24 Σεπτεμβρίου σε επετειακή έκδοση για τα 20 χρόνια της πρώτης κυκλοφορίας του. Το εξώφυλλο του άλμπουμ έδειχνε έναν άγγελο χωρίς δέρμα, με τους μυς και τα εσωτερικά όργανα του σώματος. Η αναγωγή στον πίνακα του Πάουλ Κλέε «Ο άγγελος της Ιστορίας» (1920) είναι αναπόφευκτη. Η θέση του Βάλτερ Μπένγιαμιν επισφραγίζει την επιστροφή μας στα ερείπια της ύπαρξής μας: «Εκεί όπου παρουσιάζεται σε εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, ο άγγελος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του… Από τη μεριά του Παραδείσου όμως πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του. Μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φθάνει έως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο» [Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» (Θέση εννέα)].