Η ιστορία της Ελλάδας και των μετασχηματισμών της κοινωνίας της αποτυπωνόταν πάντα και σχεδόν αυτόματα στην ιστορία των νυχτερινών της κέντρων.

Ηθη και συμπεριφορές, κώδικες αλλά και επιχειρηματικά σχέδια κάθε φορά έβρισκαν το τερέν τους στις πίστες. Ποτισμένες με γαρίφαλα και ουίσκι, οι τελευταίες θα μπορούσαν να είναι η συμπύκνωση της Ελλάδας ή έστω ενός ευμαρούς κομματιού της που έβρισκε χρόνο και χρήμα κάθε φορά για να τροφοδοτήσει μια παράξενη φάμπρικα όπου τηρούνταν ο χρυσός κανόνας της Μαφίας: «Ξέρουμε και δεν μιλάμε». Ομερτά. Ακόμη και σήμερα, επί μνημονιακών ημερών.

Και στα περίπου 70 χρόνια μαζικής νυχτερινής διασκέδασης –από τις σκληρές ψάθινες καρέκλες που κάθονταν οι τραγουδιστές στις αρχές του 1950 έως τις θηριώδεις πίστες με τα φωτορυθμικά, τις σκηνοθεσίες, τους DJ, τις περφόρμανς και τις ουρές των σχολείων και των πούλμαν των ΙΕΚ Μικροβιολογίας ή Αισθητικής –τα ήθη κάθε φορά άλλαζαν.

ΑΒΑΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ. Βέβαια, εδώ χρειάζεται μια ειδική σημείωση. Παρά τις αλλαγές στα κέντρα ανά εποχή, οι αρμοί που ένωναν τους «ναούς» της άρσης των αναστολών ήταν πάντα οι ίδιοι: το μαύρο χρήμα, οι αφορολόγητες εισπράξεις, το «άβατον» που υπήρξαν οι πίστες για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και την Εφορία, καλά κρατούν. Αυτό εξάλλου έδειξε το πρόσφατο περιστατικό στο Summer-FIX, στην Καλλιθέα Χαλκιδικής, όπου ενώ το κέντρο σφραγίστηκε αφού βεβαιώθηκε πλήθος παραβάσεων, την επόμενη νύχτα –με προσκεκλημένο τον Πάνο Κιάμο –δούλεψε κανονικά.

Αυτό το πέπλο εύνοιας υπήρχε πάντα στη νύχτα, αφού συχνά οι επιχειρηματίες είχαν εκλεκτικές συγγένειες με πολιτικούς, δικαστικούς, Αστυνομία, εφοριακούς. Και μπορεί τα πρώτα χρόνια της μαζικής διασκέδασης, αρχές 1950, οι τραγουδιστές να μην πληρώνονταν, για την ακρίβεια μόνο από τη «χαρτούρα» και τις παραγγελιές, όσο τα χρόνια περνούσαν άρχισαν να παίρνουν ένα μικρό ποσοστό από τις εισπράξεις.

Ολα άλλαξαν με τον Στέλιο Καζαντζίδη, που στα μέσα του 1950 απαίτησε κανονικό μισθό, για να φτάσουμε μέσα από τις δεκαετίες να παίρνουν οι τραγουδιστές υπέρογκα ποσά.

ΝΥΧΤΟΚΑΜΑΤΟ 800 ΕΥΡΩ. Ας δούμε ένα παράδειγμα: το 2010 εμπορικός σταρ έφτανε με άγραφη συμφωνία κυρίων να εισπράττει 25.000 ευρώ τη βραδιά από «ναό της διασκέδασης», ενώ ο ίδιος ρύθμιζε το μπάτζετ της ορχήστρας του και ο μπουζουξής του (και μαέστρος ορχήστρας) έπαιρνε 1.000 ευρώ τη βραδιά και ο βιολιστής(!) γνωστής ξανθιάς αοιδού έπαιρνε τη βραδιά 800 ευρώ.

Μα όχι, οι σημερινές παραβάσεις και το καθεστώς ασυδοσίας της νύχτας έχουν τη δική τους ιστορία, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση των νυχτερινών κέντρων της τελευταίας 30ετίας. Ο βασικός μετασχηματισμός στη νύχτα επήλθε αρχές του 1970. Και οι άλλοτε ταβέρνες του 1945-50 που είχαν (στην καλύτερη περίπτωση) μενού παϊδάκια, σαλάτα, φέτα και χύμα κρασί, μετεξελίχθηκαν σε πολυδύναμα κέντρα-κοφτήρια μαύρου χρήματος που συχνά μεταφερόταν με μαύρες σακούλες σκουπιδιών.

Από τα τέλη του 1950 πρώην σερβιτόροι έγιναν μαγαζάτορες. Η ιστορική φρουρά των Τζίμη του Χοντρού, Γιάννη Μαργωμένου (Φαληρικόν), Βασίλη Χειλά (Τριάνα) –που υπήρξε και συνεργάτης του Αλ Καπόνε στις ΗΠΑ –σιγά σιγά έδωσε τη σκυτάλη στους νεότερους νυχτερινούς επιχειρηματίες: Κοσμάς Καλογράνης (Φαντασία) που κάποτε στα μέσα του 1980 έβγαλε το μάτι ενός κιθαρίστα για οικονομική διαφορά. Λάκης Μιχαηλίδης (Δειλινά), Μιχάλης Χαλκιαδάκης (Χρυσό Βαρέλι, Νέα Αθηναία), Παμέλα (Νεράιδα, μετά τη διαδέχθηκε ο Στηβ Κακέτσης). Και πιο μετά: Γιγουρτάκης (Can-Can και πιο μετά Ρομέο), Σπύρος Παπαθεοχάρης (Διογένης και Διογένης Παλλάς), Αργύρης Παπαργυρόπουλος (Αστέρια) και ο τωρινός δυνατός παίχτης Ηλίας Μαροσούλης (Rex, Ιερά Οδός).

Ακόμη και το πέπλο προστασίας των μπράβων του ’60 (σημειώστε εδώ το θρυλικό όνομα του Κατελάνου, θείου της Τζούλιας Παπαδημητρίου που είχε διασυνδέσεις με την ΕΡΕ και ήταν επίσης ιδιοκτήτης του πρώτου gay bar της Αθήνας, του Χαβάη) άλλαζε με τα χρόνια. Ο Μαργαρίτης, ο Κατσιμίχας, ο Πετρόπουλος. Μπράβοι που απομυζούσαν τα κέντρα, αν και εδώ τα πράγματα επίσης άλλαξαν μετά το 1973 και το μακελειό Κοεμτζή στη Νεράιδα της Αθήνας. Τη θέση των παλιών μπράβων πήραν ολόκληρες δομές προστασίας και ένα όνομα που πήρε διαστάσεις μύθου τη δεκαετία του ’90 ήταν ο Θέμης Καλαποθαράκος, που αργότερα δολοφονήθηκε.

«ΤΑΡΑΧΕΣ». Κεντρικό ρόλο στη νύχτα είχαν από το 1970 οι τραγουδιστές. Ελαφρολαϊκός της δεκαετίας του 1980 που σκορπούσε «ταραχές» είχε στήσει κανονική επιχείρηση πώλησης λουλουδιών σε πίστες συνεργαζόμενος με οίκους τελετών και νεκροταφεία, αλλά και με θερμοκήπια. Από το 1970, ειδικότερα, και μετά η δομή του κέντρου άλλαξε άρδην: οι τραγουδιστές πια ήταν τα δυνατά χαρτιά των επιχειρηματιών και με τη σειρά τους πολλοί τραγουδιστές είτε έστηναν τις δικές του μικροεπιχειρήσεις μέσα στα κέντρα (κουβαλώντας μαζί τους έναν στρατό συνεργατών) είτε γίνονταν οι ίδιοι επιχειρηματίες (Καρουσάκης, Ξανθάκης, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Κονιτόπουλος κ.ά.).

Από τότε επίσης πολλοί τραγουδιστές διεκδικούσαν –πέραν της αμοιβής τους –λεφτά από τα πρώτα τραπέζια ή ακόμη και από τα σπασίματα πιάτων (Η Φαντασία του Καλογράνη υπήρξε το πρώτο κέντρο όπου το έθιμο συστηματοποιήθηκε) ενώ συχνά νοίκιαζαν και νοικιάζουν ακόμη την γκαρνταρόμπα, που αποτελεί ενσωματωμένη επιχείρηση μέσα στο μαγαζί. Ακόμη και ποσοστά από παρκαδόρους διεκδικούσαν ή διεκδικούν. Και οι παρκαδόροι, «δικοί» τους άνθρωποι, συχνά τους ενημέρωναν μέσω των μετρ για αφίξεις μεγάλων πελατών.

Οι ίδιοι οι τραγουδιστές ίδρυσαν και εταιρείες ανώνυμες ή ομόρρυθμες ή και υπεράκτιες, με έδρα στην Κύπρο, με φορολογία κάτω του 25% ή κάτω του 8%, περνώντας εκεί τα έσοδα και τα έξοδα και κάνοντας φορολογικές δηλώσεις που έμοιαζαν με φτωχού συνταξιούχου. Τώρα το εκάστοτε αστέρι πίστας άρχισε να εξελίσσεται σε «μηχανή χρήματος», σε παράγοντα της νύχτας και στην αυλή του ανθούσαν μια σειρά από νέα επαγγέλματα (όπως στυλίστας, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, ατζέντης, παρκαδόρος, υπεύθυνος γκαρνταρόμπας, μάνατζερ), πίσω –τυπικά –από την κάλυψη ενός μπλοκ παροχής υπηρεσιών και με πολλές προφορικές συμφωνίες για χρήματα κάτω από το τραπέζι, τα οποία δεν αποτυπώνονται σε φορολογικές δηλώσεις. Προσθέστε στα παραπάνω ότι τα νυχτοκάματα μέχρι το 2008-2009 ήταν περίπου 260 (εδώ σπαταλήθηκαν ολόκληρα μεσογειακά προγράμματα) ενώ συχνά τα κέντρα είχαν χορηγούς ετικέτες ποτών ή τσιγάρων.

Μία ακόμη μεταβολή που σημειώθηκε, μετά το 1990 αυτή τη φορά, ήταν η ρίψη τόνων χαρτοπετσετών που βεβαίως χρεωνόταν κανονικά στα τραπέζια από τους μετρ και η «νέα μόδα» αποκρυσταλλώθηκε στο Romeo (εδώ υπήρξε φυτώριο νέων «αστέρων» όπως Τσαλίκης, Κοκκίνου, Γιαννάς, Στάμος) και το παλιό La Notte σε Μύκονο και Λ. Κηφισίας, όταν μάλιστα τραγουδούσε ο Γιατρουδάκης. Και η ανατροπή τραπεζιού επίσης συμπεριλαμβανόταν στις νυχτερινές δράσεις (ακόμη και 300 ευρώ η ρίψη, με όλα τα παρελκόμενα να ανανεώνονται…). Από το 1990 και μετά μάλιστα το «παιχνίδι» μετακινήθηκε στην Ιερά Οδό, ενώ πολλά γύρω οικόπεδα και κομμάτια δημόσιου χώρου έγιναν (παρανόμως) πάρκινγκ για τα αυτοκίνητα που έφταναν εδώ.

ΦΙΡΜΕΣ. Ο τραγουδιστής-φίρμα επίσης είχε τη δική του ορχήστρα, κανόνιζε τα χρήματα κάθε μουσικού ενώ, με εξαιρέσεις, τη διαπραγμάτευση εκ μέρους του αστέρα έκανε κάποιος «αυλικός» (πολλές φορές και δικηγόρος).

Από την πλευρά του ο νυχτερινός επιχειρηματίας ντίλαρε με συλλόγους, σωματεία και μετρούσε πάντα «κεφάλια» ανά τραπέζι ή εισιτήριο ενώ και το αλκοόλ-πετρέλαιο που προμηθευόταν και προμηθεύεται από παράνομες γιγαντιαίες κάβες φρόντιζε πάντα να έχει το λιγότερο κόστος.

Ο παράγοντας-«τραγουδιστής» γιγαντώθηκε έως το 2000 και διανθίστηκε αργότερα με τους «αστέρες» των τάλεντ σόου, οι οποίοι έβαλαν στο παιχνίδι του μαύρου, αδήλωτου και αφορολόγητου (φυσικά) χρήματος και τις εμφανίσεις τους εκτός πίστας: σε μπαρ, όπου πληρώνονταν από 500 έως 1.200 ευρώ για να κάνουν «ρεκλάμα», ως ντιτζέι σε μπαρ και εστιατόρια ή ως μέλη κριτικών επιτροπών σε διαγωνισμούς ανά την ελληνική επικράτεια.

Σήμερα, που η νέα φρουρά των εμπορικών τραγουδιστών οργανώνει εμφανίσεις σε καφετέριες της επαρχίας, σήμερα που τα μεγάλα κέντρα 2.500-3.000 ατόμων δείχνουν να δουλεύουν με σχολεία ή από βραδιές που διοργανώνουν φοιτητικές παρατάξεις, σήμερα που περιορίζονται σε ένα Παρασκευοσάββατο, θα ήταν εύκολο να πούμε ότι η «βιομηχανία» της νύχτας τελείωσε.

Το ορθότερο θα ήταν να πούμε ότι αλλάζει δομή. Βρίσκεται σε σταυροδρόμι εξελίξεων. Σημειώστε –ας πούμε –τη λέξη «παράσταση» που θα φορεθεί πολύ προσεχώς και που έχει ήδη βάλει νέους παίκτες (χορογράφους, σκηνοθέτες, σκηνογράφους) στα μαγαζιά. Πάντως το σίγουρο είναι –όπως έδειξε το πρόσφατο περιστατικό με τον Πάνο Κιάμο –ότι υπάρχει ακόμη πολύ μαύρο χρήμα και «λίπος». Εξάλλου, όπως έγραφε μια καθηγήτρια παλαιότερα, η νύχτα είναι ένας οικονομικά αρρύθμιστος χώρος στις παρυφές του οργανωμένου εγκλήματος.

Ο «άρχοντας» των συμβολαίων

Τα καλύτερα ντιλ στα υπέρογκα συμβόλαιατων τραγουδιστών έκανε ο Τόλης Βοσκόπουλος που σήμερα, ως γνωστόν, ελέγχεται φορολογικά και κινείται στη διακεκαυμένη ζώνη