«Πού να σου εξηγώ…». Μετά το μακελειό του Νίκου Κοεμτζή στη Νεράιδα της Αθήνας το μακρινό 1973, μια νεαρή τότε τηλεοπτική ρεπόρτερ πλησίασε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ζητώντας του ένα σχόλιο για το έγκλημα της «παραγγελιάς» που είχε συγκλονίσει την Αθήνα. Ο λαϊκός τραγουδιστής –φορέας ενός παλαιού κώδικα –απάντησε με την προαναφερθείσα φράση που άφηνε πολλαπλές ερμηνείες αλλά όχι πάντως άγνοια.

Με την ίδια φράση μού απάντησε βαθύς γνώστης της σύγχρονης νύχτας, όταν του ζήτησα να σχολιάσει τα γεγονότα του Σαββατοκύριακου στη Χαλκιδική.

Οχι, το στόρι μας δεν έχει αίμα – εκδίκηση – κώδικα τιμής και κυνηγητό. Εχει κάτι διαφορετικό αλλά προκλητικό στον καμβά της δυσμενούς συγκυρίας της κρίσης που βιώνουμε και των θυσιών που έχουν υποστεί συνταξιούχοι και μισθωτοί.

Συγκεκριμένα, το ξημέρωμα του Σαββάτου το ΣΔΟΕ σφράγισε το νυχτερινό κέντρο Summer Fix στην Καλλιθέα Χαλκιδικής για 48 ώρες, αφού βεβαίωσε πλήθος παραβάσεων. Για παράδειγμα, οι ασφαλισμένοι υπάλληλοι του μαγαζιού ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα, ενώ και οι αποδείξεις που είχαν κοπεί την Παρασκευή το βράδυ ήταν μηδαμινές. Εως εδώ όλα καλά; Οχι, αφού το επόμενο βράδυ του Σαββάτου η νύχτα έλαβε την… εκδίκησή της: η πίστα γέμισε με γαρίφαλα και σαμπάνιες και ο Πάνος Κιάμος, ο οποίος ήταν προσκεκλημένος (Παρασκευοσάββατο), τραγούδησε κανονικά σε ένα γεμάτο μαγαζί.

«ΔΕΝ ΕΥΘΥΝΟΜΑΙ». «Σχετικά με το περιστατικό που συνέβη στο κέντρο Summer Fix της Χαλκιδικής, όπως είναι προφανές, ουδόλως ευθύνομαι. Εν προκειμένω τήρησα, όπως πάντα κάνω και ως εκ του νόμου οφείλω, τις απορρέουσες από την έγγραφη συμφωνία μου με την επιχείρηση υποχρεώσεις μου», έγραψε χθες αργά το απόγευμα ο ίδιος ο Πάνος Κιάμος στην προσωπική του σελίδα στο Διαδίκτυο.

Ετσι, επιβεβαιώθηκε με τον πιο προκλητικό τρόπο ότι οι πίστες έχουν τη δική τους αυτονομία, αποτελούν νησίδες παρανομιών ακόμη και σήμερα, συνεχίζοντας τη «λαμπρή» παράδοση των νυχτερινών κέντρων της τελευταίας 40ετίας. Μια αφήγηση που, όπως όλοι γνωρίζουν –αλλά λίγοι καταμαρτυρούν –έχει μπόλικο μαύρο χρήμα, αμέτρητες παραβάσεις, ασυδοσία και μηδαμινό έλεγχο.

Ηταν αρχές του ’70, εξάλλου, όταν οι ταβέρνες των Τζιτζιφιών –τότε έδρας των νυχτερινών κέντρων –μετασχηματίστηκαν σε θηριώδεις πίστες και μια ιδιότυπη φάμπρικα στήθηκε με παίκτες όπως οι μεγάλες φίρμες, οι ντεσπεράντο επιχειρηματίες (πολλοί εξ αυτών υπήρξαν κανονικοί μπράβοι της νύχτας) και οι αρχιμέτρ και υπάλληλοι των μαγαζιών.

Λαοφιλής τραγουδιστής της δεκαετίας του ’80 –είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ –είχε στήσει κανονική επιχείρηση πώλησης λουλουδιών σε πίστες συνεργαζόμενος με οίκους τελετών και νεκροταφεία, αλλά και με θερμοκήπια. Και όχι, το βράδυ που οι μαύρες σακούλες με γαρίφαλα μεταφέρονταν στους ναούς της διασκέδασης δεν γινόταν κανένας φορολογικός έλεγχος. Παράλληλα, μεγάλοι τραγουδιστές έστηναν το μικρομαγαζάκι τους εντός των μπουζουξίδικων παίρνοντας ποσοστά από τις γκαρνταρόμπες και τους δικούς τους παρκαδόρους –και εδώ αθροίστε τα τεράστια νυχτοκάματα που έφθαναν στο 1 εκατομμύριο δραχμές άμα τη εμφανίσει –ακόμη και από δικά τους πρώτα τραπέζια πίστα.

Οι ίδιοι ίδρυσαν και εταιρείες ανώνυμες ή ομόρρυθμες ή και υπεράκτιες με έδρα στην Κύπρο, με φορολογία κάτω του 25% ή κάτω του 8%, περνώντας εκεί τα έσοδα και τα έξοδα και κάνοντας φορολογικές δηλώσεις που έμοιαζαν με φτωχού συνταξιούχου. Το περιστατικό στο νυχτερινό κέντρο της Χαλκιδικής επιβεβαιώνει με τον πιο προκλητικό τρόπο ότι η «φάμπρικα» καλά κρατεί –ακόμη και σήμερα, όπου πολλά κέντρα γεμίζουν με πούλμαν από σχολεία –και πως η νύχτα μοιάζει με άβατον για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και την Εφορία.