«Σα μαύρο ποτάμι, που πλημμύριζε όλο τον δρόμο, χωρίς τραγούδια ή επευφημίες περάσαμε από την Κόκκινη Αψίδα, όταν ο άνδρας που βρισκόταν μπροστά μου είπε χαμηλόφωνα: «Τον νου σας, σύντροφοι! Μην τους εμπιστεύεστε. Θα μας ρίξουν σίγουρα». Μετά αρχίσαμε να τρέχουμε σκυφτοί, ο ένας δίπλα στον άλλον, και ανασυγκροτηθήκαμε ξαφνικά πίσω από το βάθρο της Στήλης του Αλέξανδρου», περιγράφει ο Τζον Ριντ καθώς βρισκόταν μέσα στο ανθρώπινο ποτάμι προλεταρίων που ξεχυνόταν για να πλημμυρίσει τα Χειμερινά Ανάκτορα του τσάρου στην Αγία Πετρούπολη το καθοριστικό βράδυ της 7ης Οκτωβρίου (Νοέμβριος, με το Ιουλιανό ημερολόγιο) του 1917.

Η αφήγησή του έχει ταχύτητα κινηματογραφικής καταιγιστικής δράσης. Στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη αξία, αν σκεφθεί κανείς ότι ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ δεν κατέγραψε τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης, ως απλός παρατηρητής, ρεπόρτερ για το αμερικανικό καινοτόμο σοσιαλιστικό μηνιαίο περιοδικό «The Masses». Τα ζούσε. Και τα ζούσε από μέσα.

Το βιβλίο του «Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» θεωρείται ιστορικό ντοκουμέντο, ένα ζωντανό χρονικό της πιο μεγάλης κοινωνικής επανάστασης, της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του ρωσικού προλεταριάτου, το οποίο ξεκίνησε να γράφει με καθυστέρηση, καιρό μετά την περιπετειώδη επιστροφή του στη Νέα Υόρκη και αφού οι αμερικανικές Αρχές είχαν κατασχέσει τις σημειώσεις του για επτά ολόκληρους μήνες. Οι ανταποκρίσεις του όμως είχαν την ένταση των στιγμών.

Διέφερε από τους άλλους ανταποκριτές του δυτικού κόσμου ο ακτιβιστής Ριντ. Στέλεχος του αμερικανικού εργατικού κινήματος, συγγραφέας και δημοσιολόγος, βρέθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους ως πολεμικός ανταποκριτής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1916 με το βιβλίο «Ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη» αποκάλυψε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου.

Τον Αύγουστο του 1917 με τη δημοσιογραφική ιδιότητά του έφθασε μέσω Φινλανδίας στην πρωτεύουσα της τσαρικής Ρωσίας και γνώρισε τους κυριότερους μπολσεβίκους ηγέτες. Ενιωσε τον παλμό των προλεταρίων, παρότι δεν γνώριζε ρωσικά, διότι ήταν ένας παθιασμένος επαναστάτης, ένας κομμουνιστής που αντιλαμβανόταν το νόημα των γεγονότων, το νόημα του «μεγάλου αγώνα».

«Στην πάλη οι συμπάθειές μου δεν ήταν ουδέτερες». Αυτή η παραδοχή από την πλευρά του θα δημιουργούσε εύλογα αμφισβήτηση ως προς την αντικειμενικότητα των ανταποκρίσεών του. Ο Τζον Ριντ όμως δεν άφησε περιθώριο για μεροληπτικές διαβολές στη δουλειά του. «Αφηγούμενος όμως την ιστορία εκείνων των μεγάλων ημερών προσπάθησα να εκθέσω τα γεγονότα με το μάτι του ευσυνείδητου χρονικογράφου, που ενδιαφέρεται να αποδώσει την αλήθεια».

«Σκαρφαλώσαμε στο οδόφραγμα των καυσόξυλων και περνώντας στην άλλη πλευρά αρχίσαμε να κραυγάζουμε θριαμβευτικά, καθώς σκοντάφταμε στα τουφέκια των Γιούνκερς (σ.σ.: πρώσοι ευγενείς), οι οποίοι βρίσκονταν εκεί. Οι πόρτες της κεντρικής πύλης ήταν ανοιχτές, το φως χυνόταν άπλετο και από το πελώριο οικοδόμημα δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Παρασυρμένοι από το ανυπόμονο ανθρώπινο κύμα, περάσαμε τη δεξιά είσοδο που οδηγούσε σε μια μεγάλη, γυμνή, θολωτή αίθουσα, το κελάρι της αριστερής πτέρυγας, από το οποίο ξεκινούσε ένα λαβύρινθος από διαδρόμους και σκάλες».

Ο Ριντ παίρνει ανάσα. Κοντοστέκεται. Μερικά μέτρα μπροστά του ένας σωρός από πελώρια κιβώτια. Δεν ήταν ο μόνος που τα είχε προσέξει. Ερυθροφρουροί και στρατιώτες είχαν ήδη χιμήξει με μανία πάνω τους, περιγράφει, ανοίγοντάς τα με τα κοντάκια των όπλων τους. «Από μέσα έβγαζαν χαλιά, κουρτίνες, σεντόνια, πορσελάνες, πιατέλες, ποτήρια. Το πλιάτσικο είχε ήδη αρχίσει, όταν κάποιος φώναξε: «Σύντροφοι, μην παίρνετε τίποτα. Είναι ιδιοκτησία του λαού». Και αμέσως άλλες φωνές ακούστηκαν: «Σταθείτε. Βάλτε τα όλα πίσω. Μην παίρνετε τίποτα. Είναι του λαού». Χέρια απλώθηκαν και ακινητοποίησαν όσους δεν ήταν διατεθειμένοι να υπακούσουν».

Από την άλλη πλευρά, τη δυτική πτέρυγα, η τάξη είχε αποκατασταθεί, αναφέρει ο Τζον Ριντ. Ενας σωματώδης ερυθροφρουρός που πρόβαλε από μια εσωτερική πόρτα φώναξε: «Εγκαταλείψτε το παλάτι. Ελάτε, σύντροφοι, ας δείξουμε ότι δεν είμαστε κλέφτες και ληστές. Ολοι έξω από το παλάτι, εκτός από τους κομισάριους, μέχρι να μπουν φρουροί».

Τζον Ριντ

Γόνος οικογένειας μεγαλοαστών από το Πόρτλαντ του Ορεγκον. Πήγε στο Χάρβαρντ, αλλά λίγο τον ενδιέφεραν οι σπουδές. Ηταν ο αγαπημένος παίκτης ποδοσφαίρου των τσιρλίντερ του πανεπιστημίου, αρχηγός της ομάδας κολύμβησης και της θεατρικής λέσχης. Διατέλεσε επίσης και πρόεδρος της λέσχης αποδιοπομπαίων του Χάρβαρντ. Η γνωριμία με τον φίλο τού πατέρα του, τον ριζοσπαστικό δημοσιογράφο Λίνκολν Στίβενς, ήταν καθοριστική. Το εμβληματικό του «Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» είχε προλογικό σημείωμα του Στάλιν. Η πολυκύμαντη ζωή και το έργο του τροφοδότησαν κινηματογραφική ταινία («Οι Κόκκινοι») και, ως γόης που ήταν, δικαίως τον υποδύθηκε ο γόης του Χόλιγουντ Γουόρεν Μπίτι. Πέθανε στη Μόσχα από τύφο.