Η ιστορία τους άρχισε πριν από πέντε χρόνια, στις 5 Μαρτίου 2008, στη Λιθουνία. Ενας όμορφος νεαρός, ονόματι Αρούνας, προσέγγισε την Κριστίνα σε έναν από τους διαδικτυακούς ιστότοπους. Εκείνη αμέσως γοητεύτηκε από τον τρόπο που επικοινωνούσε, την εξυπνάδα και τη δημιουργικότητά του. Λίγο καιρό αργότερα κανόνισαν να βγουν και το πρώτο τους ραντεβού. Ο έρωτας ήταν αμοιβαίος. Ομως η σχέση του ζευγαριού είχε ένα βασικό εμπόδιο. Ο Αρούνας έπρεπε –λόγω δουλειάς –να επιστρέψει στη Νορβηγία ενώ εκείνη, καθώς μόλις είχε αρχίσει το μάστερ της, δεν είχε σκοπό να αφήσει τη χώρα της. Ωστόσο, εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισε να τον επισκεφθεί στη Νορβηγία. Αγάπησε τη φύση της χώρας και την καθημερινότητα στο πλευρό του αγαπημένου της…

Στο τέλος του καλοκαιριού γύρισε στη Λιθουανία και ο Αρούνας έμεινε στη Νορβηγία. Εκείνος ο χωρισμός, αν και προσωρινός, ήταν επώδυνος και οι δύο είχαν αμφιβολίες για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η σχέση τους. Η Κριστίνα ταξίδευε συχνά στη Νορβηγία, ωστόσο κάθε φορά που έφευγε τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι και η ελπίδα ότι θα τον ξαναδεί σύντομα ήταν η μόνη που την καθησύχαζε.

Μετά την αποφοίτησή της πήρε την απόφαση να αφήσει το πατρικό της και να μετακομίσει μόνιμα στον Αρούνας. Με τη βοήθειά του κατάφερε να εγκλιματισθεί πολύ σύντομα και να ξεπεράσει κάθε αμφιβολία. «Δεν θα είχα βρει ποτέ το θάρρος να κάνω κάτι τέτοιο μόνη μου», λέει η Κριστίνα.

Με τον καιρό κατάλαβαν ότι επειδή ζούσαν σε μια άλλη χώρα, η σχέση τους δυνάμωνε όλο και περισσότερο, αφού είχαν μόνο ο ένας τον άλλο. «Είμαστε ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί», λέει εκείνος. «Στηρίζουμε ο ένας τον άλλο με σεβασμό και όταν χρειάζεται κάποιος από τους δύο πάντα υποχωρεί».

Δύο χρόνια αργότερα, ο Αρούνας έκανε την πρόταση γάμου. Τη μεγάλη απόφαση την πήρε όταν είχε πάει μόνος στη Λιθουανία ενώ η Κριστίνα είχε μείνει στη Νορβηγία. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Και ενώ η πρόταση υποτίθεται ότι θα ήταν έκπληξη, η πεθερά της Κριστίνα την είχε προηγουμένως πληροφορήσει για το ευχάριστο νέο. Εκείνη προσπάθησε να δείξει έκπληκτη, ενώ περίμενε πώς και πώς να γυρίσει ο σύντροφός της και να της ζητήσει να παντρευτούν.

«Στη Λιθουανία έχουμε αρκετά γαμήλια έθιμα, τα οποία όμως λίγοι ακολουθούν», λέει η Κριστίνα. Παλαιότερα, οι γονείς της νύφης υποδέχονταν τους νεόνυμφους με ψωμί και αλάτι, μια κίνηση που συμβολίζει τις δυσκολίες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Επίσης το ζευγάρι υπόκειται σε διάφορες δοκιμασίες προκειμένου να είναι έτοιμο για το καινούργιο του σπίτι και για τη συμβίωση. Η νύφη φοράει ένα στεφανάκι από απήγανο, το φυτό με τις θεραπευτικές ιδιότητες που συμβολίζει την αγνότητά της. Υπάρχουν και οι δύο «προξενητές» που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς από τη μια βοηθούν στην οργάνωση του γάμου και από την άλλη πρέπει να… κλέψουν τη νύφη και να την κρύψουν ώσπου να τη βρει ο γαμπρός και –υποτίθεται –να τη σώσει.

Το ζευγάρι όμως είχε αποφασίσει ότι ήθελε έναν διαφορετικό γάμο εκτός Λιθουανίας και έτσι δεν είχαν την ευκαιρία να ακολουθήσουν κάποιο από τα παραπάνω έθιμα. Επηρεασμένη από την ταινία «Μάμα Μία», η Κριστίνα ήθελε ένα νησί με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και φυσική ομορφιά. Η Σαντορίνη ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε. Μαζί με τον Αρούνας άρχισαν να τηλεφωνούν σε διάφορα ξενοδοχεία που θα τους βοηθούσαν στην οργάνωση της τελετής. Επέλεξαν ένα και τα άφησαν όλα στα χέρια των ειδικών. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να διαλέξουν το νυφικό, το κοστούμι και να πάνε στο νησί λίγες ημέρες πριν από τη μεγάλη ημέρα για να χαλαρώσουν.

Την παραμονή είχε αρκετό αέρα και σύννεφα και η Κριστίνα ανησυχούσε ότι η ημέρα του γάμου τους θα ήταν βροχερή. Ευτυχώς την επομένη ο ήλιος έλαμπε και η ημέρα ξεκίνησε με όμορφα συναισθήματα που θα θυμούνται για πάντα. Ο ένας δεν άφησε τον άλλον ούτε στιγμή, εκτός από την ώρα που έπρεπε να ντυθούν. Κράτησαν την παράδοση και ο γαμπρός δεν είδε τη νύφη με το νυφικό της φόρεμα πριν από την ώρα της τελετής. Η αναμονή μέχρι να γίνει το μυστήριο προκάλεσε και στους δύο λαχτάρα και συγκίνηση.

Το σκηνικό ήταν απλό και ταυτόχρονα ονειρικό, με τη μαγευτική θέα της Καλντέρας, τους δύο μουσικούς που έπαιζαν ζωντανά κιθάρα και σαξόφωνο, το λαμπερό φως του ήλιου και ένα απαλό αεράκι. Και σε αυτό το παραμυθένιο σκηνικό άρχισε η ζωή τους ως ζευγαριού. Ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου όσο αντάλλασσαν τους όρκους. Οταν άκουσαν ότι είναι πλέον ανδρόγυνο, αισθάνθηκαν ευτυχία και ένιωσαν ότι βρίσκονταν στον δικό τους παράδεισο. Μετά την τελετή, έκαναν μια φωτογράφιση με την Αννα Ρούσσου σε ιδιαίτερα σημεία του νησιού. Και ενώ εκείνη την ημέρα είχε αρκετή ζέστη, δεν κουράστηκαν καθόλου. Αντιθέτως ένιωθαν συνεχώς ευδιάθετοι και ανεβασμένοι.