Ακολουθώντας τις ακριβείς υποδείξεις του Αλέξη Δημαρά, η Βάσω Βασιλού – Παπαγεωργίου επιμελήθηκε το τελευταίο του έργο έτσι ώστε να παραδοθεί στο αναγνωστικό κοινό ένας τόμος όπως εκείνος θα τον ήθελε. Ενα πανόραμα της πορείας της ελληνικής εκπαίδευσης που είναι, κυρίως, μια πορεία μεταρρυθμιστικών αποτυχιών

Ο Αλέξης Δημαράς είναι ο επιστήμονας που διεύρυνε το πεδίο της ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης, με μια προσέγγιση επικεντρωμένη μεν στα τεκμήρια, που ενέτασσε όμως ταυτόχρονα ένα εξαιρετικά πλούσιο υλικό στο ευρύτερο πλαίσιο της Ιστορίας και της Ιστορίας των ιδεών. Οπως άλλωστε έλεγε και ο ίδιος, αναπτύσσοντας μια θέση του μαρξιστή ιστορικού Ερικ Χόμπσμπομ, «αν τα εκπαιδευτικά ζητήματα διαχωριστούν από την Ιστορία, είναι ένα καράβι δίχως τιμόνι και οι διαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής δίχως γνώση της Ιστορίας δεν έχουν μεγάλη ιδέα για το προς τα πού αρμενίζουν».

Το 1964 στα 32 του χρόνια, ήταν ήδη ενεργό μέλος της ομάδας που επεξεργάστηκε το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο στο πλαίσιο της περίφημης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1973 εκδόθηκε η μελέτη του «Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε» και το 1994, ως σύμβουλος του Γιώργου Α. Παπανδρέου στο υπουργείο Παιδείας, επανέφερε το ζήτημα της θέσπισης του Εθνικού Απολυτηρίου, ενός νέου τίτλου ενιαίου για όλους τους τύπους Λυκείου, που θα ακολουθούσε την αρχή πως «ό,τι διδάσκεται εξετάζεται ισότιμα», σχέδιο το οποίο ναυάγησε ξανά μετά την αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο.

Η περίοδος αυτή, για την ακρίβεια από το 1975 μέχρι το 2000, καταλαμβάνει αναλογικά τη μεγαλύτερη έκταση στο τελευταίο έργο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης», που αρχίζει το 1833 και εκτείνεται μέχρι το 2000. Γιατί; Οπως γράφει στην εισαγωγή του «τα εκπαιδευτικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι καθοριστικά για το εκπαιδευτικό παρόν και οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν βρίσκονται σε στενή συσχέτιση με πολλές προηγούμενες καταστάσεις».

Ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το βιβλίο του, το οποίο θεωρούσε έργο ζωής. Ο σχεδιασμός του έγινε το 2009, έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του έργου «Από το κοντύλι στον υπολογιστή», το οποίο δημιουργήθηκε σε συνεργασία με τη Βάσω Βασιλού – Παπαγεωργίου. Και δύο χρόνια αργότερα, το 2011, όταν πλέον η δουλειά του είχε προχωρήσει αρκετά, κατέθεσε στις εκδόσεις Μεταίχμιο ένα αναλυτικό τελικό σχέδιο. Ζητούμενο ήταν «ένα ανάγνωσμα που να αναζητεί τη χρυσή τομή ανάμεσα στον γενικό αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στο θέμα κοινωνικό ή ιστορικό επιστήμονα, τον φοιτητή των επιστημών της αγωγής και της εκπαίδευσης και τον ειδικό μελετητή των εκπαιδευτικών πραγμάτων».

Τον Ιανουάριο του 2012 ο Αλέξης Δημαράς κατέθεσε για εκδοτικό σχεδιασμό το πρώτο κεφάλαιο –θα παρέδιδε τα υπόλοιπα σταδιακά -, και επιμελήθηκε ο ί́διος με ιδιαίτερη φροντίδα τη στοιχειοθέτησή του προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός για τα επόμενα βήματα. Η έκδοση είχε προγραμματιστεί τον Σεπτέμβριο του 2012. Ο αιφνίδιος θάνατός του τον Ιούνιο ανέβαλε μεν την έκδοση αλλά δεν την ματαίωσε, αφού η εκδότρια Βάσω Βασιλού – Παπαγεωργίου, διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής με ειδίκευση στην Ιστορία της Εκπαίδευσης και καθηγήτρια – σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ανέλαβε να την ολοκληρώσει.

«Γνώριζα πολύ καλά, εφόσον μου έκανε τη μεγάλη τιμή να με συμπεριλά́βει στους κριτικούς αναγνώστες του έργου αυτού, ότι είχε ολοκληρώσει την επεξεργασία όλων των κεφαλαίων», λέει η ίδια. «Λίγο καιρό μετά τον θάνατό του, η οικογένειά του μου παρέδωσε το υλικό το οποίο περιλάμβανε το σύνολο του έργου σε ψηφιακή μορφή και εκτυπώσεις διαφόρων κεφαλαίων πάνω στα οποία παρεμβαίνει». Επισημαίνοντας δε ότι έχει πλήρη επίγνωση της ευθύνης, συνεχίζει: «Θεώρησα ότι η πολυετής – τουλάχιστον επί μία εικοσαετία – και πολυσχιδής συνεργασία που είχα μαζί του μου επέτρεπε να αναλάβω αυτό το εγχείρημα, το οποίο ορίζω ως εκδοτική επιμέλεια».

Το κύκνειο άσμα του Αλέξη Δημαρά είναι ένα πανόραμα των περιπετειών της ελληνικής εκπαίδευσης που ξεκινάει το 1833 με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και φθάνει μέχρι το 2000.

Το αρχικό θεσμικό πλαίσιο για τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο νέο ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε από τη βαυαρική διοίκηση με βάση νόμο που εφαρμόστηκε την ίδια εποχή στη Γαλλία, χρησιμοποιώντας όμως ως πρότυπο το πρωσικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τα ιδιωτικά φροντιστήρια, μία από τις παθογένειες της ελληνικής παιδείας, έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την πρώιμη εποχή.

Το 1862, το υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να προβεί σε αναθεώρηση του «Κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων» του 1836, ζήτησε τη γνώμη των διευθυντών των σχολείων, οι οποίοι έπρεπε να απαντήσουν στις ερωτήσεις αφού συμβουλευτούν τους διδάσκοντες στο σχολείο τους, διαδικασία πρωτόγνωρη, και για τα σημερινά δεδομένα, για τη σύνταξη νομοθετήματος. Τα θέματα που διερευνήθηκαν τότε είχαν σχέση με τα πολλά μαθήματα, τις εισαγωγικές εξετάσεις από βαθμίδα σε βαθμίδα και τους ανεξεταστέους, με την κατάρτιση των διδασκόντων, τη συμπλήρωση του ωραρίου των καθηγητών με διδασκαλία άλλων μαθημάτων, τον μέγιστο αριθμό μαθητών κ.ά., θέματα που δεν λύθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα.

Παρ’ όλες τις ριζοσπαστικές προτάσεις που διατυπώθηκαν την εποχή εκείνη, τα τέλη του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ού διακρίνονται από αδράνεια και αδιέξοδα.

Υπήρξε, πάντως, ένας νόμος – τομή το 1895, για τον οποίο δεν γίνεται τόσο συχνά λόγος, από τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον υπουργό Παιδείας Δημήτριο Πετρίδη. Τότε ήταν που αποκεντρώθηκε, για πρώτη φορά, η διοικητική δομή της εκπαίδευσης, ιδρύθηκε το εξατάξιο Δημοτικό (μέχρι τότε ήταν τετρατάξιο), εντάχθηκαν τα νηπιαγωγεία στο εκπαιδευτικό σύστημα και ιδίως μπήκε φραγμός στην ευκολία με την οποία μετατίθενταν ή παύονταν οι εκπαιδευτικοί. Οι δύο πολιτικοί είχαν το θάρρος να στερηθούν μία αστείρευτη πηγή ρουσφετιών για να δώσουν ώθηση στην εκπαίδευση.

Οι παρεμβάσεις που έγιναν την περίοδο 1916-1918 περιορίστηκαν στο θέμα της γλωσσικής διδασκαλίας στο Δημοτικό και δεν συγκροτούν «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» με την έννοια της ριζικής μεταβολής του συστήματος. Ωστόσο «είχαν καταλυτική επίδραση στον προσανατολισμό του, ίσως μεγαλύτερη και από τις έκτοτε νομοθετημένες μεγάλες μεταρρυθμίσεις», αναφέρει ο Αλέξης Δημαράς.

Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν οι συγκυρίες και τρία πρόσωπα: οι Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος και Μανόλης Τριανταφυλλίδης οι οποίοι αντλούσαν την ισχύ τους κατευθείαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Τη δεκαετία του 1950, ύστερα από την απραξία της πολεμικής περιόδου, διαπιστώνεται κάποια κινητικότητα στα εκπαιδευτικά θέματα. Το χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η επίσημη επιβεβαίωση της έκτασης του προβλήματος, η επικύρωση της επιστροφής στο προπολεμικό συντηρητικό πλαίσιο (ενδυναμωμένο μάλιστα σε ορισμένες εκφάνσεις του) και η έλλειψη αποφασιστικών παρεμβάσεων. Πάντως μέχρι τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, το θέμα της εκπαίδευσης βρισκόταν αδιάκοπα στο προσκήνιο.

Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ανέλαβε ο ίδιος το υπουργείο Παιδείας και ανέθεσε το υφυπουργείο στον Λουκή Ακρίτα και τη γενική γραμματεία στον Ευάγγελο Παπανούτσο. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία που προσδοκούσε μια καίρια παρέμβαση στα εκπαιδευτικά φάνηκε πρόθυμη να αποδεχτεί ριζικές προτάσεις. Η μεταρρύθμιση θα συμπληρωνόταν με δύο μείζονα νομοθετήματα, που κατατέθηκαν στη Βουλή τον Μάιο του 1965: ένα για την τεχνική εκπαίδευση και ένα για τα πανεπιστήμια. «Αλλά η Αποστασία τον Ιούλιο του 1965 και όσα ακολούθησαν ανέκοψαν τις διαδικασίες επικύρωσης των άλλων δύο βασικών νομοθετημάτων, όπως ανέστειλαν και την ολοκλήρωση των μέτρων για τη γενική εκπαίδευση» επισημαίνει ο Αλέξης Δημαράς.