Θα έχουμε πάντα το Παρίσι… Η φράση που σημαδεύει τη σκηνή του αποχωρισμού της Ινγκριντ Μπέργκμαν από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην «Καζαμπλάνκα» ταιριάζει απολύτως στο όραμα του Ρομπέρ Ντουανό για την Πόλη του Φωτός ως μόνιμου σκηνικού ρομαντικών σκηνών.

Οι φωτογραφίες του ήταν και παραμένουν συμβολικές ενός παιγνιώδους, ευζωικού και διακριτικά ειρωνικού ύφους, ιδανικές ασπρόμαυρες συνθέσεις που ανακατεύουν εκπροσώπους όλων των τάξεων στους δρόμους και στα καφέ του Παρισιού. «Τα θαύματα της καθημερινής ζωής είναι τόσο συναρπαστικά… ακόμη και ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει στα κάδρα του τη γοητεία του απρόσμενου που συναντά κανείς στον δρόμο. Δεν φωτογραφίζω τη ζωή όπως είναι», είχε γράψει το 1986, «αλλά όπως θα ήθελα να είναι»

Ορφανός από επτά χρόνων, όταν έχασε και τη μητέρα του (ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στο μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τρία χρόνια πριν), ο Ντουανό ανατράφηκε από μια απόμακρη θεία του και πέρασε την παιδική του ηλικία στο παρισινό προάστιο του Ζεντιλί. Στα 13 γράφτηκε σε σχολή λιθογραφίας, τέχνη που δεν τον γέμιζε δημιουργικά, του άνοιξε όμως τις πόρτες στον ευρύτερο κόσμο της καλλιτεχνικής έκφρασης, απελευθερώνοντάς τον από το κλειστοφοβικό περιβάλλον των μικροαστικών αξιών.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, έφηβος ακόμη, ξεκίνησε δειλά τη σχέση του με τη φωτογραφία (ήταν τόσο ντροπαλός που φωτογράφιζε πλακόστρωτα προτού σηκώσει το βλέμμα του πρώτα σε παιδιά και κατόπιν σε ενήλικες) ενώ εργαζόταν στο στούντιο γραφικών τεχνών Atelier Ullmann. Το 1931 έκανε το καθοριστικό βήμα για την καριέρα του, όταν, ως βοηθός του μοντερνιστή φωτογράφου Αντρέ Βινιό, αγόρασε μια μικρή, ελαφριά φωτογραφική μηχανή και άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, αναζητώντας την έμπνευση που γρήγορα ανακάλυψε ότι βρισκόταν παντού.

Μέσα από τον φακό του Ντουανό το Παρίσι μεταμορφωνόταν σε συναρπαστικό αστικό τοπίο μιας διαρκούς αφήγησης και υπέρβασης της καθημερινής ρουτίνας, σε ένα μαγικό καλειδοσκόπιο απρόσμενων καταστάσεων.

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ. Ο ανθρωπισμός του ενισχύθηκε όταν το 1934 διορίστηκε υπεύθυνος φωτογραφικής καμπάνιας στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Ρενό, θητεία που τον έφερε πιο κοντά στους καθημερινούς καημούς των εργαζομένων και τον έκανε δραστήριο και αφοσιωμένο συνδικαλιστή. Σε μια επιστολή του 1992 προς τον επίσημο βιογράφο του Πίτερ Χάμιλτον παραδέχθηκε ότι τα χρόνια του στη Ρενό σημάδεψαν τόσο την αρχή της καριέρας και το τέλος της νεότητάς του όσο και τη γέννηση της φωτογραφικής αντίληψης που θα τον συνόδευε για πάντα: «Σε αυτά τα καθημερινά περιβάλλοντα, τα οποία γρήγορα οικειοποιήθηκα, έτυχε να δω κάποιες στιγμές στον χρόνο, όπου ο καθημερινός κόσμος έμοιαζε να απελευθερώνεται από το βάρος του. Για να τις δείξω χρειαζόμουν μια ολόκληρη ζωή».

Το 1939 έγινε μέλος του φωτογραφικού πρακτορείου Rapho (δεν το εγκατέλειψε ακόμη κι όταν του έγινε επίσημη πρόταση από τον Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν να ενταχθεί στο Magnum) ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής χρησιμοποίησε τις ικανότητές του για τη δημιουργία πλαστών εγγράφων και διαβατηρίων αντιστασιακών. Η ακμή της φωτογραφικής δουλειάς του συμπίπτει με τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και έως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, χρόνια κατά τα οποία τράβηξε τις πιο γνωστές του εικόνες και συνεργάστηκε με διάσημα έντυπα όπως το «Life» και η «Vogue».