Καθώς το «Χάι Νέι Γουάν Γκουάνγκ 2» προσάραζε στο λιμάνι Φενγκτζί του ποταμού Γιανγκτσέ, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης σχηματίστηκε και πάλι στο πρόσωπό μου. Δυο ημέρες νωρίτερα είχα επιβιβαστεί, χωρίς να ξέρω τι με περιμένει, σε ένα αντίστοιχο επιβατηγό πλοίο που έκανε δρομολόγια σε έναν από τους παραποτάμους του Γιανγκτσέ. Τώρα πια βέβαια γνώριζα καλά τη διαδικασία. Θα έλεγα στα κινεζικά «σαν ντενγκ» (εισιτήριο τρίτης θέσης), θα έδινα στον εισπράκτορα μερικά ψιλά και θα έπαιρνα πίσω μια χειρόγραφη απόδειξη με τον αριθμό της καμπίνας για την οποία μόλις είχα πληρώσει. Ολα αυτά όμως αφού κατάφερνα να διασχίσω τους διαδρόμους του πλοίου που είχαν κατακλυστεί από επιβάτες του καταστρώματος μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα.

Για τους αρχάριους ταξιδιώτες, οι μετακινήσεις στην Κίνα κρύβουν πάντα εκπλήξεις. Οταν λοιπόν έβαλα το κλειδί στην καμπίνα 2012 που προ ολίγου είχα κλείσει για να ξεκουραστώ, αντίκρισα ένα θέαμα που με ξάφνιασε: μια πενταμελής οικογένεια μαζί με τη λευκή χνουδωτή γάτα της είχε κάνει κατάληψη στα τέσσερα κρεβάτια της καμπίνας. Χωρίς δεύτερη σκέψη επέστρεψα στη ρεσεψιόν του πλοίου, πληκτρολόγησα στο Google τη φράση «η καμπίνα είναι γεμάτη» και μια γυναίκα με συνόδεψε πίσω στο δωμάτιο. Υστερα από μια σύντομη συνομιλία στα κινεζικά, το περιεχόμενο της οποίας όπως είναι φυσικό δεν κατάλαβα, το μικρό αγόρι της οικογένειας χώθηκε στο ίδιο κρεβάτι με την αδελφή του απελευθερώνοντας έστω και στις 4 το πρωί το κρεβάτι που τόσο πολύ επιθυμούσα. Περιττό να πω πως κανένας δεν σκέφτηκε να μου ζητήσει συγγνώμη ή να αλλάξει τα ήδη χρησιμοποιημένα σεντόνια. Τα λάθος πάντως ήταν δικό μου: τέσσερα κρεβάτια δεν σημαίνει απαραίτητα και τέσσερα άτομα.

Το δεκαήμερο ταξίδι μου μόλις είχε ξεκινήσει. Με πενήντα ευρώ ημερησίως στην τσέπη –αρκετά για φαγητό, εισιτήρια και ξενοδοχεία (φυσικά όχι Α’ κατηγορίας) –θα εξερευνούσα την περιοχή, ακόμα και αν ήξερα πως ο χαμηλός προϋπολογισμός μου θα με κρατούσε μακριά από τις ξεναγήσεις και τις κρουαζιέρες που συνήθως οι τουρίστες προτιμούν όταν καταφθάνουν σε αυτή την πλευρά της χώρας.

Εμπιστέψου τους ντόπιους

Κάθε φορά που ταξιδεύω σε μακρινές χώρες φυλάω τα προσωπικά μου αντικείμενα με σύστημα και προσοχή. Εδώ όμως, απ’ ό,τι κατάλαβα, η εγκληματικότητα είναι μάλλον άγνωστη λέξη. Ετσι, λοιπόν, όταν ένας από τους ντόπιους που τριγυρνούσε στο λιμάνι της πόλης Φενγκτζί προσφέρθηκε να μου φυλάξει τα πράγματα για κάτι λιγότερο από ένα δολάριο, σκέφτηκα πως ίσως έπρεπε να το τολμήσω και να εξερευνήσω για λίγες ώρες την πόλη πιο ξαλαφρωμένος. Μου διευκρίνισε ωστόσο πως έπρεπε να γυρίσω στις έξι το απόγευμα, κάτι που στην πραγματικότητα δεν με βόλευε καθόλου, αφού το πλοίο που είχα προγραμματίσει να πάρω έφευγε το επόμενο πρωί στις τέσσερις.

Οταν λοιπόν ρώτησα αυτόν τον ιδιότυπο φύλακα πού θα μπορούσα να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί, εκείνος άρπαξε τη βαλίτσα μου και με οδήγησε σε μια ορθάνοιχτη πόρτα με μια σαραβαλιασμένη ξύλινη σκάλα. Αν και κανονικά θα έπρεπε να φοβηθώ, δεν έχασα στιγμή την εμπιστοσύνη μου. Λίγα λεπτά αργότερα, η πόρτα ενός δωματίου με πεντακάθαρα σεντόνια, τηλεόραση και Ιντερνετ ανοιγόταν μπροστά μου προς μόλις πέντε ευρώ τη βραδιά. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, άφησα τα υπάρχοντά μου, μεταξύ των οποίων και τον υπολογιστή μου, και βγήκα έξω για να εξερευνήσω τη Φενγκτζί τη νύχτα.

Γαστρονοµία µε απρόοπτα

Για τους χορτοφάγους, όσους αποφεύγουν τη γλουτένη και όλους αυτούς που φοβούνται να δοκιμάσουν φαγητό από τον δρόμο, αυτό το ταξίδι θα ήταν μια πραγματική πρόκληση. Ευτυχώς, στη δική μου περίπτωση οι περιορισμοί που είχα βάλει στα πολύ ακριβά εδέσματα δεν μου δημιούργησαν κανένα πρόβλημα. Πέντε ευρώ (30 ρενμινμπί) για ένα γεύμα με νουντλς και ντάμπλινγκ σε ένα καλό εστιατόριο ήταν πολυτέλεια που ελάχιστες φορές επέτρεπα στον εαυτό μου. Μονάχα μια φορά πλήρωσα οκτώ ολόκληρα ευρώ για ένα μενού δέκα πιάτων, δοκιμή που τελικά αποδείχτηκε τόσο γευστική, που παραλίγο να με βάλει στον πειρασμό να ζητήσω από τους μαγείρους να έρθουν μαζί μου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Για να είμαι βέβαια ειλικρινής, δεν έτρωγα πάντα αυτό που νόμιζα ότι έτρωγα. Κάτι που αποδείχτηκε σε ένα από τα εστιατόρια που βρίσκονται στο λιμάνι της Φενγκτζί. Το μενού ήταν γραμμένο μονάχα στα κινεζικά, με αποτέλεσμα να επιλέγω τα πιάτα μου κυρίως παρατηρώντας τι έτρωγαν οι υπόλοιποι γύρω μου.

Οταν λοιπόν η σερβιτόρα μού έφερε το πιάτο με τα πολύχρωμα λαχανικά που φανταζόμουν ότι είχα επιλέξει, αποδείχτηκε πως για μεσημεριανό θα έτρωγα το στομάχι ενός γουρουνιού. Παρά την όποια ατυχία, ωστόσο, οι επιλογές των ντόπιων αποδείχθηκαν στη συντριπτική πλειονότητά τους ο καλύτερος γαστρονομικός οδηγός.

Εργα σύγχρονης τέχνης σε γκαλερί της Σαγκάης και ταχύτατα τρένα που διατρέχουν τη χώρα από τη μια άκρη στην άλλη είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν το μωσαϊκό της σύγχρονης Κίνας. Ταξιδεύοντας, ωστόσο, κανείς μόνος του αξίζει να εξερευνήσει την παλιά Κίνα. Πρώτος σταθμός το Μνημείο των Θυμάτων στην πόλη Νανκίνγκ, η οποία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη μια από τις μεγαλύτερες θηριωδίες που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, όταν περισσότεροι από 300 χιλιάδες άμαχοι, κυρίως παιδιά και γυναίκες, δολοφονήθηκαν από ιάπωνες στρατιώτες που κατέστρεψαν την πόλη. Στη γειτονική Γουχάν υπάρχει το ιερό των Βουδιστών με τους πεντακόσιους χρυσούς Βούδες που ο καθένας έχει μια διαφορετική έκφραση –από θυμό και χαρά μέχρι ζήλεια και εσωτερική ηρεμία.

Κάθε σπίτι και ξενοδοχείο

Πλησιάζοντας το ταξίδι στο τέλος του, ελάχιστα χρήματα είχαν περισσέψει στο πορτοφόλι μου. Οι επιλογές που είχα δεν ήταν φυσικά και πολλές. Ετσι λοιπόν αποφάσισα να αναζητήσω στην ιστοσελίδα Couchsurfing κάποιον πρόθυμο Κινέζο που θα μπορούσε να με φιλοξενήσει για λίγες ημέρες στο σπίτι του χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Για έναν άνδρα που πλησιάζει τα σαράντα, όπως εγώ, ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο ή να αποδειχθεί τεράστια επιτυχία. Στη δική μου περίπτωση ευτυχώς ίσχυσε το δεύτερο.

Επέλεξα τελικά να μείνω στο σπίτι της 35χρονης Γιανγκ Γιανγκ μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της και την κόρη της. Η γενναιοδωρία τους και η φιλοξενία τους ήταν συγκινητικές. Οταν μάλιστα το πλοίο έφτασε στο λιμάνι της Τσονγκίνγκ στις πέντε το πρωί, εκείνη επέμενε να της τηλεφωνήσω εκείνη την ώρα ώστε να δώσει οδηγίες στον οδηγό ταξί που θα με πήγαινε στο σπίτι της. Το επόμενο πρωί η μητέρα της μου έφτιαξε ένα πλούσιο πρωινό, το πιο κατάλληλο εφόδιο για να ξεκινήσω την περιήγησή μου σε έναν από τους πιο γνωστούς ζωολογικούς κήπους της χώρας.

Το βράδυ η Γιανγκ Γιανγκ ανέλαβε να με ξεναγήσει στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Μαζί με τους πολύ στενούς της φίλους φάγαμε σε ένα από τα VIP εστιατόρια της Τσονγκίνγκ, με τους σερβιτόρους να γεμίζουν αδιάκοπα το τραπέζι μας με γευστικότατα εδέσματα –από κοτόσουπες και θαλασσινά μέχρι ντάμπλινγκ. Και όλα αυτά δωρεάν. Γιατί; Οπως μου εξήγησαν στο τέλος της βραδιάς, ένας από τους φίλους τής οικοδέσποινάς μου ήταν ο γενικός διευθυντής του εστιατορίου που ήθελε πάση θυσία να ικανοποιήσει τους εκλεκτούς καλεσμένους ενόψει της κινεζικής Πρωτοχρονιάς.