Oι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ελλάδα αναδεικνύουν με σαφήνεια ότι η μη επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, οι οποίες απορρέουν από τις εύθραυστες ισορροπίες που επικρατούν στην παραγωγική, δημοσιονομική και κοινωνική σφαίρα της ελληνικής οικονομίας.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι τα ζητήματα του νέου και καινοτομικού αναπτυξιακού προτύπου, της ανισοκατανομής του εισοδήματος, της μονομερούς φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας και της χρηματοδοτικής ενίσχυσης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν τα σοβαρότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Με άλλα λόγια, η οικονομική πολιτική των οικονομικών της προσφοράς αποδυναμώνει και συρρικνώνει την παραγωγική και τεχνολογική αναπτυξιακή δυναμική, απορρυθμίζει την αγορά εργασίας, διευρύνει τις μορφές της άτυπης και ευέλικτης απασχόλησης (7 στους 10 εργαζομένους το 2006 στην Ελλάδα), επιβαρύνει μονομερώς με φόρους τη μισθωτή εργασία (συντελεστής πραγματικής φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων στην Ε.Ε.-27, 27,3 και στην Ελλάδα 15,4, ενώ στην εργασία στην Ε.Ε.-27 ο συντελεστής πραγματικής φορολόγησης είναι 35,2 και στην Ελλάδα 38,0), σταδιακά μειώνει το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ του επιχειρηματικού τομέα [58% (1981-84), 56% (1986-90), 52% (1993-97) και 44% (2004-2006, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2007]. Παράλληλα, διευρύνει την κερδοφορία με αποτέλεσμα η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα (2005) στοιχεία της Εurostat, να κατέχει την πρώτη θέση στην Ε.Ε.-27 με 56,1% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και τις τελευταίες θέσεις να κατέχουν η Σουηδία με 28,2% και η Γαλλία με 30,8%, ενώ ο μέσος όρος του μεριδίου των κερδών στην Ε.Ε.-27 είναι 36,3%. Ταυτόχρονα περιορίζεται το ενδιαφέρον αναζήτησης νέων πόρων για τη χρηματοδοτική ενίσχυση της κοινωνικής ασφάλισης και δεν αντιμετωπίζονται οι οικονομικές ανισότητες στη χώρα μας, υπό την έννοια ότι το εισόδημα του 20% των Ελλήνων που είναι οι περισσότερο εύποροι είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των Ελλήνων που είναι οι λιγότερο εύποροι.

Η ανατροπή αυτών των δεδομένων συνιστούν λύσεις- σοκ για την ελληνική οικονομία και προκαλούν την οικονομική και κοινωνική πολιτική της χώρας να εντάξει την αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών διαρθρωτικών προβλημάτων της στις άμεσες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης.

Πράγματι, όπως αποδεικνύεται (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ, 2007), η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ανά κάτοικο, δεν μπορεί να στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτείται κυρίως από τον δανεισμό (44% του ΑΕΠ η υπερχρέωση των νοικοκυριών το 2007) αλλά στην αύξηση του όγκου των εξαγωγών, στις παραγωγικές και καινοτομικές επενδύσεις, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και γενικώς στη στρατηγική της «ευφυούς ανάπτυξης».

Από αυτή την άποψη είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι το 2006 η αύξηση (12,6%) των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου αφορούσε κατοικίες και κατασκευές (20,1%) και όχι το πιο κρίσιμο τμήμα του, που είναι οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό (3,8%). Αυτές οι εξελίξεις αποτυπώνουν τον προσανατολισμό των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου περισσότερο προς τη δημόσια κατασκευαστική και ιδιωτική στεγαστική αγορά (35% του παγίου κεφαλαίου το 2006) και λιγότερο προς την τεχνολογική αναβάθμιση (65% του παγίου κεφαλαίου το 2006), την αλλαγή και τη μεταμόρφωση της βιομηχανικής υποδομής με στόχο την αναβίωση του βιομηχανικού τομέα στη χώρα μας.

Το ίδιο και για τις παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, λύση- σοκ αποτελεί η αναζήτηση νέων πόρων για τη χρηματοδοτική ενίσχυση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, διαμέσου σοβαρής αναδιανομής του εισοδήματος και άρσης της μονομερούς φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, παράλληλα με την ενοποίηση των Ταμείων, την πλήρη μηχανοργάνωση, τη βελτίωση των συνθηκών εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων και των συνταξιούχωνπου αποτελούν, κατά κύριο λόγο, διαχρονικά διακηρυσσόμενες οργανωτικές και λειτουργικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα.

Σε διαφορετική περίπτωση από τις προτεινόμενες λύσεις- σοκ στο κοινωνικοασφαλιστικό, αναπτυξιακό και δημοσιονομικό σύστημα της χώρας μας, η επιλογή της σταδιακής και αυξανόμενης τάσης ιδιωτικοποίησης της οικονομίας και εμπορευματοποίησης της κοινωνικής πολιτικής θα αποδυναμώσει τις συνθήκες συλλογικής λειτουργίας και αλληλεγγύης στην οικονομία και την κοινωνία και θα μετατρέψει ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα σε ευέλικτο εφεδρικό στρατό της παραγωγής με άτυπες μορφές απασχόλησης, περιορισμένο εισόδημα (νεόπτωχοι), ένταση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστ. διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ

Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

εισοδήματος ανά κάτοικο πρέπει να στηρίζεται στην αύξηση του όγκου των εξαγωγών, στις παραγωγικές και καινοτομικές επενδύσεις, στη βελτίωση της παραγωγικότητας