Το τελετουργικό του ξεστολίσματος είναι πάντα θλιβερό. Ώρες ώρες σκέφτομαι γιατί να μην αφήνουμε τα λαμπιόνια να αναβοσβήνουν εσαεί, γιορτές, ξεγιορτές, όλο τον χρόνο, να είναι φωτισμένο και «κόζι» το τζάκι μέχρι και το Πάσχα- να βρει κι εκείνο το άμοιρο ένα ρόλο σε τούτη την άχαρη (χωρίς κούτσουρα) ζωή του.

Τις προάλλες πήγα στο πατρικό μου και είδα τις νεραντζιές να έχουν πετάξει, όμορφα, χλωρά, καταπράσινα φυλλαράκια και σχεδόν ένιωσα στα ρουθούνια μου εκείνο το μαγικό άρωμα που έχει ο δρόμος όταν μπαίνει η άνοιξη. Λέω, δεν είναι δυνατόν. Η ιδέα μου θα είναι. Αποκαθηλώνουν τα χριστουγεννιάτικα στην Αθήνα και εγώ έχω την αίσθηση ότι κινούμαι στην ομίχλη, όπου ακόμη και ο αέρας με παραπλανεί, γιατί δεν μου δηλώνει τίποτα περισσότερο παρά το μπέρδεμά του να αποφασίσει τι προτιμάει, χειμώνα ή άνοιξη. Κι όλο αυτό το φως, το λαμπερό, τα τελευταία μεσημέρια, όπου το νιώθεις περισσότερο από τις αντανακλάσεις του πάνω στα τζάμια (γιατί συνήθως είσαι μαντρωμένος κάπου και δουλεύεις), κι αυτό έχει κάτι από το twilight zone, μια εν δυνάμει καταστροφική τρέλα που σου εμφανίζεται με ένα δήθεν εγκάρδιο χαμόγελο. (Μπα, σε καλό μου!). Ναι, όλη αυτή η εγκαρδιότητα του φετινού χειμώνα μού γεννάει καχυποψία. Καχυποψία ανάμεικτη με θλίψη. Λες και μέσα στο μεσημεριανό φως βγαίνει πιο καθαρή η αίσθηση της μαύρης τρύπας που αισθάνεσαι όταν κάτι τελειώνει ξαφνικά- και πάντα έτσι το αισθάνεσαι, ξαφνικά. Τόσα ξαφνικά μέσα στο 2006.

Μέσα στον ανοιξιάτικο, γλυκό χειμώνα. Και τον πιο ύπουλο, τελικά. Με τόσους ανθρώπους γύρω σου, φίλους, συναδέλφους, να φεύγουν ανεπιστρεπτί, μπαμ και κάτω, σαν χάρτινα ομοιώματα που εξαφανίζονται χωρίς λόγο- πάντα χωρίς λόγο το βλέπεις εσύ. Αυτό είναι το θλιβερό κάτι τέτοιες στιγμές (που ανθίζουν παρά φύση τα δέντρα). Τη στιγμή που αισθάνεσαι να σε παίρνει το χλωρό των νέων φύλλων, τη στιγμή που ο ήλιος σε λούζει μέχρι τελευταίου κυττάρου, θυμάσαι ότι βρίσκεσαι στην καρδιά του χειμώνα και λες είναι παράλογο αυτό. Παράλογο κι ότι δεν πρόκειται να ξαναχτυπήσει στο κινητό σου ο ίδιος αριθμός.