Τα πανωτόκια ζουν… βασιλεύουν και πνίγουν καθημερινά χιλιάδες Έλληνες

πολίτες. Αποφάσεις δικαστηρίων του πρώτου και του δεύτερου βαθμού που

δικαιώνουν συχνά τους δανειολήπτες ανατρέπονται τελικά από τα ανώτατα

δικαστήρια γιατί, απλούστατα, έτσι λέει ο νόμος.

«Αν δεν ληφθεί μια γενναία απόφαση, σε λίγο θα έχουμε μια νέα γενιά

κατεστραμμένων δανειοληπτών», επισημαίνει ο δικηγόρος Σέφης Αναστασάκος

Στο μεταξύ, άνθρωποι που αποφάσισαν κάποια στιγμή της ζωής τους να ζητήσουν

την οικονομική στήριξη της τράπεζας – ακόμη και με μικροποσά -, κατεστραμμένοι

σήμερα από τα πανωτόκια, κλείνουν τις επιχειρήσεις τους, βλέπουν τις

περιουσίες τους να βγαίνουν στον πλειστηριασμό σε εξευτελιστικές τιμές,

ξαναδανείζονται για να ξεχρεώσουν, με αποτέλεσμα αυτός ο φαύλος κύκλος να μην

κλείνει ποτέ.

Νομοθετικές «πονηριές»

Όλα άρχισαν το 1980, όταν ο Μιλτιάδης Έβερτ, με τον Νόμο 1083/1980 καθιέρωσε

πρώτη φορά τα πανωτόκια, μια καινοτομία άκρως… ελληνική. Έκτοτε κάθε

νομοθετική απόπειρα για τη βελτίωση του συστήματος απέβη άκαρπη, καθώς ο

νομοθέτης φρόντιζε πάντα να αφήνει ανοιχτό κάποιο παράθυρο ώστε να παραμένει

σχεδόν αλώβητο το εξοντωτικό για τους δανειολήπτες δικαίωμα των τραπεζών του

ανατοκισμού των ήδη χρεωμένων με τόκους οφειλών.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Δίκαιο τα πανωτόκια είναι… άγνωστη λέξη.

Αποτελούν προφανώς ελληνική εφεύρεση και μάλιστα δεν αφορούν ανατοκισμό μόνο

του ληφθέντος δανείου με τους τόκους υπερημερίας, αλλά και ανατοκισμό των

πάσης φύσεως εξόδων της τράπεζας.

Οι «ρυθμίσεις» και οι χαμένοι

H πρώτη, μετά το 1980, νομοθετική ρύθμιση για τα πανωτόκια πραγματοποιήθηκε το

1998, όταν με τον Νόμο 2601/1998 προβλέφθηκε η επιβολή τους ανά εξάμηνο και

όχι από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης. Ακολούθησαν οι ρυθμίσεις του 2000 και

του 2001, οι οποίες κινήθηκαν περίπου στο ίδιο πνεύμα, καθώς επέτρεπαν στις

τράπεζες να συνεχίσουν να επιβάλουν στους δανειολήπτες δυσβάσταχτους

οικονομικούς όρους στα «ψιλά» των συμβολαίων, μετά την υπογραφή των οποίων

«ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνεται και ο

ανατοκισμός, πέραν του νόμιμου τόκου.

Ευνοούνται οι τράπεζες

Ο ισχύων σήμερα Νόμος είναι ο 3259/2004, ο οποίος – παρά τις προεκλογικές

εξαγγελίες του Πρωθυπουργού – δεν κατήργησε τα πανωτόκια. Επέφερε κάποιες

βελτιώσεις, οι οποίες όμως ευνοούν τους παλιούς δανειολήπτες, αλλά πλήττουν

εκείνους που πήραν δάνεια από το 1990 και εντεύθεν. Κι αυτό γιατί ορίζει το

σύνολο της οφειλής τους στο τριπλάσιο του δανείου.

Αν δηλαδή κάποιος πήρε το 1999 δάνειο ύψους 10 εκατομμυρίων δρχ. (30.000

ευρώ), καλείται με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου να καταβάλει στην τράπεζα το

τριπλάσιο, ενώ η πραγματική οφειλή του με τους τόκους υπερημερίας δεν

ξεπερνάει τα 50.000 ευρώ.

Παράλληλα, όπως επισημαίνει και ο δικηγόρος Σέφης Αναστασάκος, πρόεδρος του

Ελληνικού Ινστιτούτου Δανειοληπτών, το γεγονός ότι ο Νόμος 3259/2004 δεν

καταργεί τους προηγούμενους, ούτε την υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της

νομισματικής επιτροπής η οποία προβλέπει την επιβολή πανωτοκίων, δεν λύνει

αλλά ανακυκλώνει το πρόβλημα. «Πέραν αυτού» προσθέτει ο κ. Αναστασάκος «οι

ασάφειες του νέου νόμου ευνοούν μονίμως τις τράπεζες και ποτέ τούς δανειολήπτες».

Κατεστραμμένος από τα πανωτόκια – χωρίς ελπίδα για δικαίωση 12 χρόνια μετά

Πνιγμένος από τα πανωτόκια, ο κ. Πέτρος Μάρκου από το 1994 παλεύει με τα «θηρία»

Ο κ. ΠΕΤΡΟΣ MAPKOY συγκαταλέγεται στους κατεστραμμένους από τα

πανωτόκια επιχειρηματίες. Το 1985 πήρε από την Εθνική Τράπεζα δάνειο ύψους 2,5

εκατομμυρίων δραχμών, προκειμένου να αρχίσει την ανέγερση ενός συγκροτήματος

κατοικιών προς ενοικίαση στη Νάξο.

«Το 1991 πήρα ένα ακόμη δάνειο 6,5 εκατομμυρίων δρχ. πάλι από την Εθνική. Έως

το 1994 είχα καταβάλει στην τράπεζα περίπου 23,5 εκατομμύρια. Αλλά δεν

έφταναν. Έτσι, μου έβγαλε στον πλειστηριασμό τις επτά μεζονέτες που είχα

χτίσει. Τελικά, μου έμειναν οι τέσσερις και εκπλειστηριάστηκαν οι τρεις, των

οποίων η αξία εκτιμήθηκε στα 130.000.000 δρχ. συνολικά, αλλά πουλήθηκαν

27.000.000 δρχ.!».

Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Μάρκου παραμένει χρεωμένος. Τα πανωτόκια άλλωστε δεν

παύουν να υπολογίζονται. Αυτή τη στιγμή, η Εθνική διεκδικεί από τον

κατεστραμμένο δανειολήπτη 15 εκατομμύρια δρχ. ακόμη. Καθώς (συμβαίνει και

αυτό) οι υπηρεσίες της ανατοκίζουν και όλα τα έξοδα που κάνει η τράπεζα στο

πλαίσιο της διεκδίκησης του χρέους. Εκτιμητές, δικηγόρους και άλλα.

Στον Άρειο Πάγο

H αντιδικία του κ. Π. Μάρκου με την Εθνική Τράπεζα βρίσκεται τώρα στον Άρειο

Πάγο. Εκεί προσέφυγε, προκειμένου να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου Αιγαίου,

που τον υποχρεώνει να καταβάλει τα διεκδικούμενα από την τράπεζα πανωτόκια.

H εισήγηση του αρεοπαγίτη κ. Δ. Κανελλόπουλου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης

που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Ο

ανώτατος δικαστής υπερασπίστηκε τη συνταγματικότητα του νόμου 1083/1980, ο

οποίος δίνει το δικαίωμα στις τράπεζες να ανατοκίζουν τα οφειλόμενα, χωρίς

κανέναν περιορισμό, από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης των τόκων, όταν αυτό

προβλέπεται στη σύμβαση δανείου.

Μάλιστα ο κ. Κανελλόπουλος, διευκρινίζοντας τη θέση του επί του ζητήματος της

επιβολής πανωτοκίων, έδειξε να μη συμμερίζεται καθόλου τη δεινή θέση των

δανειοληπτών, λέγοντας: «Ο νομοθέτης μπορεί να εισάγει περιορισμούς στην

οικονομική ελευθερία, όταν αυτό γίνεται χάριν της εθνικής οικονομίας, μέσα

στους σκοπούς της οποίας είναι και η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, αφού

οι τραπεζικές ανώνυμες εταιρείες της χώρας συγκεντρώνουν τη λαϊκή αποταμίευση

και πιστοδοτούν επενδύσεις χάριν της εθνικής οικονομίας».