Λοιπόν, βρήκα δύο πράγματα που θα ζητούσα από τον Αϊ-Βασίλη να φέρει το 2006:

Το ένα είναι τον Γούντι Άλεν ξανά στην Αθήνα (αλλά με φθηνότερο εισιτήριο,

παρακαλώ!). Το άλλο είναι τα εορταστικά φωτάκια στα πιο σκοτεινά μπαλκόνια του

κέντρου της πόλης. Εκεί που η ανθρώπινη παρουσία – συνήθως των μεταναστών –

αντιστέκεται στη μιζέρια και το ημίφως.

H συναυλία του Γούντι Άλεν προπαραμονές Πρωτοχρονιάς ήταν μια ευχάριστη

έκπληξη. Ο άνθρωπος που κατέκτησε το δικαίωμα να παίζει μουσική για το κέφι

του στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές, δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση.

Ακούσαμε την παιδική παραφωνία στη φωνή του – ήταν αδύνατον να μη βάλεις τα

γέλια (ακόμα και η κομψή πιανίστα του χαμογελούσε). Είδαμε το αριστερό του

πόδι να κουνιέται ρυθμικά ακόμα κι όταν είχε ακουμπήσει το κλαρινέτο στο δεξί

γόνατο. Απολαύσαμε το λατρεμένο, «πόσο-κουρασμένος-είμαι-από-τη-ζωή», ύφος του

κάθε φορά που έριχνε τα μάτια στο κοινό.

ΟΚ, υπήρξαν και στιγμές που αναρωτήθηκες «μα, τι κάνω εγώ εδώ τώρα», να ακούς

το «Ω έλατο» σε τζαζ εκδοχή της Νέας Ορλεάνης. Ελάχιστες όμως. H υπέροχη

παιδικότητα αυτού του εβδομηντάρη που ακόμα κοιτάζει έκπληκτος τον κόσμο πίσω

από τα γυαλιά του, διέλυσε τα ερωτηματικά. Ο Γούντι Άλεν ήταν ό,τι καλύτερο

συνέβη αυτές τις μέρες σε μια Αθήνα που πλέον κινδυνεύει σοβαρά να χάσει τον

όποιο κοσμοπολιτισμό κατέκτησε με τη διοργάνωση του 2004…

Το δεύτερο καλύτερο είναι τα στολισμένα μπαλκόνια το βράδυ. H λάμψη τους

προδίδει την ανθρώπινη παρουσία στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές του κέντρου,

όπως στη γωνία Αχαρνών και Παρασίου, και δίνει μια πινελιά ανθρωπιάς στην

ερημιά… Γι’ αυτούς μπορεί να μην έχει βραδιές Γούντι Άλεν, αλλά αν ο Γούντι

ζούσε στην Αθήνα κάπου εκεί κοντά θα έπαιζε.