Με κλαδί ελιάς και το εθνόσημο. Φωτογραφική σύνθεση της ημερήσιας αθλητικής

εφημερίδας της Αθήνας «Αθλητισμός της Ελλάδος», που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της

Τρίτης 8 Απριλίου 1951. Περιλαμβάνει διεθνείς ποδοσφαιριστές που αποτέλεσαν τη

βάση της Εθνικής Ελλάδας από το 1949 μέχρι το 1952. Στην πρώτη (επάνω) σειρά

διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ανδρέας Μουράτης (Ολυμπιακός), Νίκος

Πεντζαρόπουλος (Πανιώνιος), Κώστας Λινοξυλάκης (Αστέρας και Παναθηναϊκός),

Κώστας Γιούργος (Αστέρας), Ηλίας Ρωσίδης (Ολυμπιακός). Δεύτερη σειρά από τ’

αριστερά: Χαράλαμπος Κοτρίδης (Ολυμπιακός), Λεωνίδας Παζάνης (Άρης

Θεσσαλονίκης), Διονύσης Μινάρδος (Ολυμπιακός), Κώστας Πούλης (AEK), Αντώνης

Παραγιός (AEK), Γιάννης Κανάκης (AEK). Τρίτη σειρά από τ’ αριστερά: Κώστας

Χατζηνικολάου (Παναθηναϊκός), Γιάννης Παπαντωνίου (Παναθηναϊκός), Γιώργος

Δαρίβας (Ολυμπιακός), Ηλίας Παπαγεωργίου (Ατρόμητος Πειραιά – AEK), Θανάσης

Μπέμπης (Ολυμπιακός) και Μπάμπης Φυλακτός (Παναθηναϊκός)

Έχει βαθιές, γερές και κυρίως υγιείς ρίζες το ελληνικό ποδόσφαιρο, που

στηρίζεται στην ιστορία της Εθνικής μας Ομάδας, η οποία αποτελεί τον καθρέφτη

και τη διαρκή εξέλιξή του. H πρώτη περίοδος αρχίζει τα πρώτα χρόνια του 20ού

αιώνα και τελειώνει το 1926, όταν ιδρύεται η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.

Ήταν η στιγμή που το ποδόσφαιρο αποσπάσθηκε από τον ΣΕΓΑΣ (στον οποίο ανήκε ως

άθλημα) και αποτελούσε πλέον αυτόνομο αθλητικό οργανισμό.

Το 1926 αποτελεί σταθμό για το ελληνικό ποδόσφαιρο, με την ίδρυση της ΕΠΟ.

Όμως η δεύτερη περίοδος του ελληνικού ποδοσφαίρου τελειώνει το 1940 όταν

κηρύχθηκε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα στέναζε κάτω από την μπότα του

φασισμού και του ναζισμού. H τρίτη περίοδος αρχίζει μετά την απελευθέρωση –

στην ουσία μετά τον Εμφύλιο – φτάνει μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών

και η υπόθεση Εθνική Ελλάδος μπαίνει στη μεγάλη λεωφόρο, μετά την πτώση της

χούντας το 1975, για να φτάσει στην κορυφαία στιγμή της το καλοκαίρι του 2004,

στην Πορτογαλία, όπου οι σύγχρονοι ήρωες του ελληνικού ποδοσφαίρου (και

ταυτόχρονα πολύ σεμνοί και απλοί αθλητές) σήκωσαν το τρόπαιο της Ευρώπης.

Για να φτάσει η Εθνική μας Ομάδα να αναδειχθεί κορυφαία στην Ευρώπη

χρειάσθηκαν αγώνες ολόκληρων δεκαετιών. Οι σημερινοί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές

θα πρέπει να πληροφορηθούν ότι τουλάχιστον επί πέντε δεκαετίες υπήρξαν

προκάτοχοί τους που πραγματικά έδωσαν μάχες και «μάτωσαν» μέσα στα ξερά

(χωμάτινα) γήπεδα με καρβουνόσκονη και λάσπη.

Οι δυνατές και υγιείς βάσεις του ελληνικού ποδοσφαίρου μπήκαν από τις

δεκαετίες 1920-30, με τους Ανδριανόπουλο, Νικολαΐδη, Καλαφάτη,

Γραμματικόπουλο, Μεσάρη, Κρητικό, Δημητρίου, Μηγιάκη, για να προχωρήσει με

Γιάμαλη, Κουράντη, αδελφούς Βικελίδη, Λευκό, Λεονταρίδη, Τσιριτάκη, Φερλέμη,

Συμεωνίδη, Μπαλτάση, Υποφάντη, Τριανταφύλλη. H εποποιία αυτών συνεχίσθηκε με

τους διάσημους άσους της μεταπολεμικής γενιάς: Ρίμπα, Δελαβίκα, Πεντζαρόπουλο,

Κουρουλάτο, Πολίτη, Δαρίβα, Ιωάννου, Μπάμπη και Σάββα Παπάζογλου, Κανάκη,

Νεστορίδη, Θεοδωρίδη. Και μετά το 1960 ώς το 1990, αντιπροσωπευτικά και

διάσπαρτα, αναφέρουμε Γ. Καμάρα, Υφαντή, T. Παπουλίδη, Θ. Σαραβάκο, Βαλιάννο,

Λουκανίδη, Δομάζο, Σιδέρη, Παπαϊωάννου, Κούδα, Κελεσίδη, Οικονομόπουλο,

Αριστείδη Καμάρα, Αναστόπουλο, Κούση, Φοιρό, Μητρόπουλο, Δεληκάρη, Σαργκάνη,

Μίχο. Αναφέρθηκαν ενδεικτικά τα ονόματα παραπάνω. Αυτό που μπορεί να

ισχυρισθεί κανείς είναι ότι όλες τις εποχές, μέχρι σήμερα όλοι έβαλαν ένα

λιθάρι για να πατάνε σταθερά οι σημερινοί, αλλά και οι αυριανοί διεθνείς

Έλληνες άσοι, που μπορεί σε κάποια άλλη φάση να αναδειχθούν και παγκόσμιοι

πρωταθλητές.