Αχ, δόξα σοι ο Θεός, πέρασε κι αυτό το τυπικό νεοελληνικό τριήμερο. Στηθήκαμε

– ως συνήθως – υπομονετικά στη μακρά ουρά στα διόδια, όπου η υπάλληλος μάς

έδινε την απόδειξη με… την πλάτη, μιλώντας στη διαπασών με τη συνάδελφό της

για τα προσωπικά της… Ουρλιάξαμε – ως συνήθως – τόσες φορές στα παιδιά να

βάλουν τις ζώνες ασφαλείας, να μην παίζουν συνέχεια παιχνίδια στο κινητό και

να φοράνε τους σκούφους τους στο κρύο, που στο τέλος δεν ξέραμε αν ο λαιμός

μας πόναγε από τα ουρλιαχτά ή από την τελευταία μνημειώδη ίωση της σεζόν…

Σταθήκαμε – ως συνήθως ή και περισσότερο – για μιάμιση περίπου ώρα στο ένα

πόδι της σινιέ απρέ – σκι μπότας, έως ότου βρούμε σκαμπό ή καρέκλα στο φίσκα

(και βάλε) καφέ του χιονοδρομικού. Και τουλάχιστον ένα σαρανταπεντάλεπτο στο

άλλο πόδι για να βρούμε τραπέζι στην πολύβουη ταβέρνα, με τα παϊδάκια και τις

γαρδούμπες να περνούν σαν σφαίρες αριστερά και δεξιά μας και τα σύννεφα από τα

τσιγάρα και την τσίκνα να μας τσούζουν τα μάτια (ποιος είπε ότι στην Ελλάδα

βγαίνουμε τα τριήμερα για να ησυχάσουμε και να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα;)…

Την επομένη, βάλαμε – ως συνήθως – στα σωθικά μας αρκετές ποσότητες λαγάνας,

ταραμοσαλάτας, χαλβά και «νηστίσιμων» καλτσουνιών με βουνά άχνης ζάχαρης, έως

ότου να πεισθούμε (από το ασήκωτο βάρος του στομαχιού) ότι… καθαρίσαμε τον

οργανισμό μας εν όψει Σαρακοστής. Στον δρόμο της επιστροφής, προσπεράσαμε τα

«κλασικά» των ημερών τροχαία, με τους εμπλεκόμενους οδηγούς (όσοι τουλάχιστον

ήταν επιζώντες!), να διαπληκτίζονται στο γνωστό… βρετανικό στυλ αμοιβαίας

αβρότητας.

Και ως Αθηναίοι εκδρομείς που σέβονται τον εαυτό τους και την παράδοση, κάναμε

την υπέρδιπλη ώρα στην Εθνική (ή, τέλος πάντων, σε αυτό που στην Ελλάδα

ονομάζεται τύποις «Εθνική»), από αυτή που θά ‘πρεπε για να γυρίσουμε – σωστά

ερείπια – στην οικογενειακή εστία. Επιτέλους, από την επομένη θα μπορούσαμε

να… ξεκουραστούμε!

Άντε, αθάνατη πατρίδα, και του χρόνου… μη χειρότερα!