ΚΑΘΩΣ ΠΕΦΤΕΙ το σκοτάδι για τέταρτη φορά μετά τον όλεθρο, πυκνώνουν οι

ενδείξεις ότι η κατάσταση αλλάζει. H φρίκη, έπειτα από «overdose» εικόνων της

μανίας του υγρού στοιχείου, παύει να ασκεί τη γοητεία ενός υπερθεάματος που

σκηνοθέτησε η φύση. Όντας δυο-τρεις ημέρες εντελώς αποκλεισμένος από την

τηλεόραση, φαντάζομαι ότι καθηλώνομαι πιο πρόθυμα μπροστά στις ερασιτεχνικές

λήψεις. H πραγματικότητα όμως αυτής της τραγωδίας είναι σήμερα πολύ

διαφορετική. Έχει μυρωδιά. Είναι η βρώμα της απληστίας των ανθρώπων που για

ημέρες δεν είχαν νερό ούτε για να πιουν. H μυρωδιά των πτωμάτων στα αυτοσχέδια

νεκροτομία προτού καταχωθούν στους ομαδικούς τάφους τους.

Το δράμα του Ινδικού Ωκεανού μπαίνει σιγά-σιγά στη δεύτερη πράξη του. Ο

θάνατος είναι ακόμα παρών. Καιροφυλακτεί σε κάθε απομονωμένη γωνιά των ακτών

της χώρας. Δεν είναι όμως πια ξαφνικός και στιγμιαίος αλλά αργός και

αναμενόμενος. Δεν χτυπάει πια αδιάκριτα αλλά μόνο τους ντόπιους, που

παρακολουθούν τον έναν μετά τον άλλον τους τουρίστες να φυγαδεύονται.

Άλλοι οδικώς, άλλοι με ελικόπτερα, όπως ο Γερμανός πρώην καγκελάριος Χέλμουτ

Κολ. Εκείνοι δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Οι τελευταίες τους προμήθειες, τα

πηγάδια τους, στέρεψαν αυτές τις 3 ημέρες που μοιράστηκαν τα πάντα με τους

ξένους. Τώρα είναι μόνοι. Περιμένουν τη βοήθεια. Τα αντίσκηνα, τα στρώματα, τα

φάρμακα, τα καύσιμα, τα τρόφιμα και πάνω από όλα το νερό. Εκεί επωάζονται όλες

οι επιδημίες που σκοτώνουν. Με εμετούς, με διάρροιες, αργά, αλλά σκοτώνουν.

Καθώς έφευγα από τον πιο προσβάσιμο και πιο οργανωμένο καταυλισμό προσφύγων

στα προάστια του Κολόμπο σκεφτόμουν ότι η μεγαλύτερη τιμή για μένα ήταν να

αφήσω την ένταση να δώσει τη θέση της στην κούραση. Ο κίνδυνος, για μια φτωχή

αλλά γενναιόδωρη χώρα που εξαρτά αποκλειστικά την επιβίωση των παιδιών από τη

βοήθεια του έξω κόσμου, είναι πολύ μεγαλύτερος.