Λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, ο γενικός γραμματέας του

Αραβικού Συνδέσμου προειδοποιούσε τις ΗΠΑ πως αν προχωρήσουν «θ’ ανοίξουν τις

Πύλες της Κολάσεως». Φαίνεται πως το κατάφεραν. Οι πρόσφατες τραγικές,

αιματηρές και παράλογες επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη το απέδειξαν. Και όσο

οι Πύλες μετατοπίζονται εγγύτερα στον ανεπτυγμένο κόσμο, η ανασφάλεια γίνεται

μεγαλύτερη και από αυτήν που δημιούργησε η 11η Σεπτεμβρίου.

Όσο κι αν έχει νόημα η μικρο-ανάλυση των τελευταίων επιθέσεων, σε σχέση με τη

μετριοπαθή-κοσμική ισλαμική χώρα που τις δέχθηκε, με την ενδοτουρκική

διελκυνστίδα εξουσίας ή με την επίσκεψη Μπους στη Μεγάλη Βρετανία, εκείνο που

έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το… δάσος. Και το δάσος που φλέγεται δεν

πρέπει να κρυφτεί από τα δένδρα.

Πέρασαν επτά, σχεδόν, μήνες από τότε που ο Τζορτζ Μπους διθυραμβικά και με

στρατιωτική ενδυμασία ανήγγειλε το τέλος του πολέμου στο Ιράκ από το

κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου «Αβραάμ Λίνκολν». Και όμως, ο πόλεμος δεν

τελείωσε. Και δεν είναι μόνο πως οι Αμερικανοί νεκροί έχουν, ήδη, ξεπεράσει

τους νεκρούς που θρηνούσαν οι ΗΠΑ στα τρία πρώτα χρόνια του πολέμου στο

Βιετνάμ!

Στις αρχές του χρόνου οι Γάλλοι παρουσιάζονταν από τις αμερικανικές

εφημερίδες, περίπου, σαν… διάβολοι με κέρατα. Σήμερα, όμως, το κλίμα – και

στις ΗΠΑ – είναι εντελώς διαφορετικό. Και είναι διαφορετικό γιατί, τελικά,

επαληθεύτηκαν όλες οι αρνητικές προβλέψεις του «αντιπολεμικού μπλοκ», στην πιο

«μαύρη» μάλιστα εκδοχή τους.

Τα όπλα μαζικής καταστροφής για τα οποία, υποτίθεται, έγινε ο πόλεμος δεν

βρέθηκαν. H ηθική απονομιμοποίησή του υπήρξε έτσι ολοκληρωτική. Και οι

πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν, όσον αφορά προτάσεις που υπήρξαν για «φύτεμά»

τους, την ενέτειναν.

H εικόνα της σύγκρουσης πολιτισμών – Δύσης – Ισλάμ – που παρήγαγε ο πόλεμος

ήταν καταλυτική. Από κοινού με το εντεινόμενο αδιέξοδο στο Παλαιστινιακό

παρήγαγαν έναν ριζοσπαστισμό χωρίς όρια στον μουσουλμανικό κόσμο. Οι ενώπιος

ενωπίω δηλώσεις του πρωθυπουργού της Μαλαισίας στη διάσκεψη των χωρών Ασίας –

Ειρηνικού ήταν ενδεικτικές και δεν θα γίνονταν σε άλλη συγκυρία.

Ο πόλεμος απεδείχθη – όπως υπεδεικνύετο – ο καλύτερος στρατολόγος της

τρομοκρατίας. Οι επιθέσεις έπειτα από αυτόν όχι μόνο δεν μειώθηκαν – όπως

προπαγανδιζόταν – αλλά πολλαπλασιάστηκαν, σπέρνοντας αβεβαιότητα και

ανασφάλεια σε όλον τον κόσμο.

Τα στρατεύματα εισβολής και κατοχής δεν έγιναν δεκτά σαν απελευθερωτές, κατά

τα πρότυπα Γερμανίας και Ιαπωνίας στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως επαναλάμβανε

μονότονα η ηγεσία των ΗΠΑ. Αντίθετα, όλο και συχνότερα βλέπουν το φως της

δημοσιότητας παρομοιώσεις με τις περιπτώσεις του Βιετνάμ, του Αφγανιστάν ή του

Λιβάνου. H αντίσταση μαζικοποιείται και εντείνεται. Όσο και αν περιλαμβάνει

και φονταμενταλιστικές δυνάμεις που διενεργούν άθλιες επιθέσεις στον ΟΗΕ ή τον

Ερυθρό Σταυρό, ήταν αναπόδραστη. Και γι’ αυτό ήταν λάθος να χαρακτηρίζονται

επιθέσεις κατά στρατευμάτων (βλ. Νασιρίγια) ως τρομοκρατικές πράξεις από τον

Έλληνα Πρωθυπουργό (και τον υπουργό Εξωτερικών), σε αντίθεση με την απόλυτα

εύστοχη δήλωση μετά το μακελειό της Κωνσταντινούπολης για «τυφλή βία που

προέρχεται από την τυφλή πολιτική».

Επιπλέον, η αναπόφευκτη νίκη των ΗΠΑ στον πόλεμο συνοδεύτηκε από το χάος στο

μεταπολεμικό Ιράκ. Τα προβλήματα στις υποδομές, στην ασφάλεια, στη

διακυβέρνηση και οι επιθέσεις στους αμάχους δημιουργούν την εύφλεκτη ύλη για

την αντίσταση και συνεισφέρουν καθοριστικά στην αύξηση των απωλειών των

αμερικανικών στρατευμάτων αλλά και του κόστους της κατοχής.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί ο ΟΗΕ, τον θάνατο του οποίου εξήγγειλε μετά την έναρξη

του πολέμου ο γκουρού της ηγετικής ομάδας Μπους ο Ρίτσαρντ Περλ, μοιάζει

αναγεννημένος, επέζησε και προσβλέπει, πλέον, σ’ αυτόν η συντριπτική

πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη. Ακόμα και οι ΗΠΑ αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν

σε αυτόν και να διαπραγματεύονται επί ενάμιση ολόκληρο μήνα το τελευταίο

ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Όλα αυτά εξηγούν και τη διαφαινόμενη στρατηγική στροφή των ΗΠΑ, με επιτάχυνση

της «απαγκίστρωσής» τους και της μεταβίβασης της εξουσίας στους Ιρακινούς,

όπως περίπου ζητούσε το «αντιπολεμικό Μπλοκ» στη διάρκεια των διαβουλεύσεων εν

όψει της τελευταίας απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Όμως, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, είναι πλέον ερωτηματικό αν κι αυτή η

προοπτική αποτελεί διέξοδο. H μεγαλύτερη συμμετοχή της διεθνούς κοινότητας

είναι απαραίτητη. Μπορεί, όμως, να γίνει πράξη όσο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να

επιθυμούν την πρωτοκαθεδρία κατά τη μεταβατική περίοδο; H μεγαλύτερη εμπλοκή

του ΟΗΕ και των διεθνών οργανισμών είναι ευκταία. Μπορούν, όμως, να

διαχειρισθούν το χάος που δημιούργησε η εισβολή των ΗΠΑ; H χρησιμοποίηση από

τον ΟΗΕ στρατευμάτων από τις μουσουλμανικές χώρες ίσως ήταν μια κάποια λύση.

Μπορούν όμως, χωρίς μεγάλα μέσα και εμπειρία, να επιτύχουν;

Εν τέλει, πόσο εύκολο είναι να επιτευχθεί – σε σύντομο χρόνο – η

αυτοκυβέρνηση, όταν δεν υπάρχει καμία παράδοση δημοκρατίας στο Ιράκ, το οποίο

παραμένει ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, ελάχιστα φιλικών μεταξύ τους;

Μήπως, λοιπόν, πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα του χάους ή μιας

φονταμενταλιστικής-ισλαμικής εξέλιξης στο Ιράκ; Μήπως η λύση μπορεί να είναι

μόνο μεσομακροπρόθεσμη και να έρθει από μια στρατηγική αναθεώρηση του

ανεπτυγμένου «Βορρά», όσον αφορά τη σχέση του με τον μουσουλμανικό κόσμο; Και

μήπως, τελικά, αυτή είναι και η οδός για ν’ αποφευχθεί η περαιτέρω είσοδος του

κόσμου ολόκληρου στην Κόλαση της διεθνούς τρομοκρατίας και ανασφάλειας;