H φετινή περίοδος φαίνεται ότι επιφυλάσσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο την

αποκάλυψη του αληθινού προσώπου του. Τα τελευταία δύο-τρία χρόνια οι μεγάλες

ομάδες μας ζούσαν υπεράνω των δυνάμεών τους και αρκετοί φίλαθλοι τείναμε να

πιστέψουμε ότι είχαμε, με κάποιο μαγικό τρόπο, προβιβαστεί στην πρώτη

κατηγορία της Ευρώπης. Το Τσάμπιονς Λιγκ είχε για τα καλά μπει στο σπίτι μας,

όχι μόνο χάρη στην τηλεόραση αλλά και λόγω της συνεχούς – και αρκετά συχνά

πολύ αξιοπρεπούς – παρουσίας ελληνικών ομάδων. H φετινή πρώτη εμφάνιση τριών

εκπροσώπων μας στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση – το μόνο «Πρωτάθλημα»

που ενδιαφέρει πια κάθε Ευρωπαίο φίλαθλο που σέβεται τον εαυτό του – έμελλε να

είναι ταυτόχρονα το απόγειο και η στιγμή της αλήθειας. Γιατί, ήδη από τις δύο

πρώτες αγωνιστικές, η ψευδαίσθηση της συνολικής προόδου έχει δεχτεί ισχυρότατα

πλήγματα.

Δεν μιλώ αποκλειστικά, ούτε καν κυρίως για τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των

ελληνικών ομάδων, κάποια από τα οποία εμπεριείχαν πράγματι μεγάλη δόση

ατυχίας. Μηδέν νίκες, δύο ισοπαλίες και τέσσερις ήττες σε έξι παιχνίδια δεν

είναι ασφαλώς θετικός απολογισμός, αλλά πολύ πιο ανησυχητικά είναι τα βαθύτερα

προβλήματα που έβγαλαν στην επιφάνεια αυτές οι μαζεμένες αποτυχίες. Όχι ότι τα

προβλήματα δεν υπήρχαν και τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Όμως η σταθερά

αξιόπιστη πορεία της ομάδας εκείνης που, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά

τους, εξέφρασε την καλή όψη του ελληνικού ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, είχε

δημιουργήσει ένα νέφος που έκρυβε την ανυπαρξία υποδομών, τη συνεχή υποβάθμιση

του εθνικού Πρωταθλήματος, την απομάκρυνση των φιλάθλων και τον οικονομικό

μαρασμό (μόνο στοιχείο που οφείλεται κατά αρκετά μεγάλο ποσοστό σε μια

γενικότερη διεθνή συγκυρία).

ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ

H φετινή πτώση – η λέξη είναι πολύ επιεικής – του Παναθηναϊκού διέλυσε

μονομιάς το νέφος και φανέρωσε όσα αρνούμασταν να δούμε. Ότι σοβαρό ποδόσφαιρο

χωρίς σοβαρούς προπονητές και παράγοντες δεν γίνεται, ότι η έλλειψη γηπέδων

είναι καθοριστική για την έλλειψη παικτών και ελληνικής «σχολής», ότι η μεγάλη

πλειονότητα των εισαγόμενων παικτών αντί να βοηθά το ποδόσφαιρό μας να πάει

μπροστά παρέχει άλλοθι ήσσονος προσπάθειας στα όποια εγχώρια «ταλέντα», ότι η

αποσπασματική δουλειά που γίνεται στην Εθνική ομάδα (ναι, το επαναλαμβάνω

ακόμα και την παραμονή μιας πιθανότατης και ιστορικής πρόκρισης) δεν μπορεί

παρά να έχει επιπτώσεις στην ποιότητα ολόκληρου του ποδοσφαίρου μας.

Και οι τρεις εκπρόσωποί μας στα σαλόνια της Ευρώπης αντανακλούν κάποια από

αυτά τα δομικά προβλήματα. Ο Παναθηναϊκός την έλλειψη μέσων και την αστοχία

επιλογών, αφού κατάφερε, εξοικονομώντας βέβαια αρκετά χρήματα, να μετατρέψει

μια ομάδα αν μη τι άλλο δεμένη και με ορατό στίγμα σε ένα συνονθύλευμα μέτριων

στην πλειονότητά τους και άσχετων μεταξύ τους ποδοσφαιριστών. Ο Ολυμπιακός τις

εσφαλμένες του προτεραιότητες, αφού έμεινε, παρά το συνολικό δυνάμωμα του

έμψυχου υλικού του, σχεδόν ακέφαλος στις τρεις πιο κρίσιμες θέσεις: του

προπονητή, του τερματοφύλακα και του επιθετικού κλάσης.

ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ…

H AEK την εσωτερική της διχόνοια και μιζέρια, που κατέληξε να υπονομεύσει το

ηθικό και την υπομονή παικτών και προπονητή, ακριβώς τη χρονιά που σχεδόν

υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας, αν όχι «ντριμ»,

πάντως «μπιγκ τιμ». Αντί να δοκιμάσουν, έστω και για μια φορά, το πρότυπο μιας

ομάδας σαν τη φετινή λαμπερή Στουτγάρδη (σωστά κατανεμημένα έξοδα, προπονητής

με όραμα, παίκτες άγνωστοι αλλά νέοι και με συμβατή χημεία), οι «μεγάλοι» του

ποδοσφαίρου μας πέφτουν, ξανά και ξανά, θύματα του μεγαλοϊδεατισμού και του

εσφαλμένου προσανατολισμού τους.

Και φυσικά η όψη της Τετάρτης μεταφέρεται στην Κυριακή. Χθες Παναθηναϊκός και

Ηρακλής ταλαιπώρησαν την μπάλα, ενώ Ολυμπιακός και Καστίγιο δίδαξαν αλλά σε

λάθος παιχνίδι. Με τουλάχιστον έξι-επτά ομάδες χειρότερες από πέρσι, οι

προσδοκίες από το Πρωτάθλημα είναι μάλλον απαγορευμένος, αλλά και σίγουρα

άνοστος, καρπός.