Σαν σήμερα πριν από ένα χρόνο ήμουν κι εγώ, για δεύτερη φορά, στη θέση των

γονιών που τα παιδιά τους δίνουν εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Πιεσμένη από το άγχος της Βασιάννας που ξαφνικά είχε αρχίσει να τρώει τα νύχια

της, έτοιμη να φωνάξω «εδώ είμαι» τα βράδια που με αναζητούσε, σύμμαχός της

στην οργή για τις γελοιότητες που έπρεπε να κατέχει εδώ κι εκεί, ως «εξεταστέα

ύλη». Είχα ωστόσο την αίσθηση πως τίποτε δεν κάνω καλά για να την βοηθήσω –

την ίδια αίσθηση που είχα και επτά χρόνια νωρίτερα, όταν έδινε εξετάσεις η Ζωή

μου.

Χρειάστηκε να έλθει το πλήρωμα του χρόνου, φέτος. Τα παιδιά είναι πια

μεγαλωμένα, δρομολογημένα. Όχι πως δεν τα παρακολουθώ στις δοκιμασίες τους,

όχι πως δεν νοιάζομαι να βοηθήσω κάθε φορά που το ζητούν. Όμως νομίζω πως πια

ξέρω ότι οι μάχες είναι δικές τους, όχι δικές μου. Κι ακόμη, πως ό,τι

κερδίζουν είναι από τη δική τους προσπάθεια, η δική μου συμβολή είναι ένα

μικρό υπομόχλιο που μεγαλοποιείται στη φαντασία των ειδικών και μη, κάθε φορά

που δίνουν συμβουλές για το πώς να βοηθάμε τα παιδιά στις δύσκολες ώρες των

εξετάσεων.

Είναι πάλι οι μέρες που τα παιδιά, της Β΄και της Γ΄Λυκείου, μπαίνουν στον

μαραθώνιο των κρίσιμων για το μέλλον τους εξετάσεων. Και βέβαια, κάθε γονιός

σκέπτεται τι να κάνει για να βοηθήσει. Και ο καθένας θα κάνει ό,τι μπορεί,

όπως μπορεί. Όμως τα παιδιά, τώρα το ξέρω, είναι μόνα, μπροστά στη δοκιμασία

τους. Αυτά, το μυαλό και η ψυχούλα τους. Και το μόνο που ίσως μπορεί να τα

στηρίξει είναι η σκέψη πως οι γονείς δεν θα τα βαθμολογήσουμε γιατί ήδη

ξέρουμε πως έτσι κι αλλιώς αξίζουν. Αυτό και μόνον να έχουμε πετύχει, φτάνει.