Σκληρός και συχνά εξοντωτικός είναι ο επιστημονικός πόλεμος ανάμεσα στην

Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, απ’ όπου προέρχεται η σημαντικότερη πίεση,

χωρίς η Γηραιά Ήπειρος να μπορεί να αγνοήσει και την «απειλή» που προέρχεται

από την Ιαπωνία.

Τρέχει, προσπαθεί να προλάβει, να καλύψει το τεχνολογικό και επιστημονικό κενό

μερικών χρόνων (δύο με τρία χρόνια πίσω από τις ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι

βρίσκεται) και η μεγάλη της ελπίδα για το μέλλον είναι το νέο δυναμικό: οι

νέοι οι οποίοι σπουδάζουν σήμερα τις επιστήμες αιχμής και ειδικεύονται σε

τομείς υψηλής τεχνολογίας.

Περισσότεροι Ευρωπαίοι

Ο αριθμός των νέων που σπουδάζουν τις επιστήμες του μέλλοντος (τη Φυσική, τη

Χημεία, τη Βιολογία, την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών) είναι πολύ

μεγαλύτερος στην Ευρώπη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία. Οι περισσότεροι

Ευρωπαίοι φοιτητές, οι οποίοι ειδικεύονται στους τομείς εκείνους όπου η Ευρώπη

φιλοδοξεί να κερδίσει συγκριτικό πλεονέκτημα στο μέλλον, προέρχονται από τις

βόρειες χώρες, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Μ. Βρετανία, την Αυστρία και τη

Γερμανία. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη αρκετά πίσω, παρ’ ότι η Κρήτη

χαρακτηρίζεται ως περιοχή η οποία «παράγει» επιστήμονες και ειδικούς στις νέες

τεχνολογίες, ως περιοχή που καθοδηγεί την επιστημονική έρευνα στη χώρα μας.

«Στοίχημα»

Και παρ’ όλο που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι φοιτητές ­ με πρώτους και

καλύτερους τους Έλληνες ­ σπουδάζουν μακριά από τις χώρες τους (αρκετοί από

αυτούς βρίσκονται στις ΗΠΑ και σε ποσοστό που φθάνει το 50% μένουν εκεί για να

εργασθούν), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «στοιχηματίζει» υπέρ τους, ελπίζει πως θα

σηκώσουν το βάρος του ανταγωνισμού και θα φέρουν την Ευρώπη ισάξια απέναντι

στις ΗΠΑ σε θέματα επιστήμης και νέας τεχνολογίας.

Σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «Towards a European

Research Area» («Προς ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πεδίο»), περιγράφεται η μάχη

μεταξύ των δύο ηπείρων, η στρατηγική, οι προοπτικές και οι ελπίδες, σε

στατιστικές και νούμερα που αφορούν την επιστημονική εκπαίδευση και κατάρτιση,

την αξιοποίηση του εξειδικευμένου στις νέες τεχνολογίες και τις επιστήμες

αιχμής εργατικού δυναμικού, τις επιδόσεις των Ευρωπαίων ειδικών, το ερευνητικό

τους έργο (το οποίο αξιολογείται ποσοτικά και όχι ποιοτικά).

«Νέα πρόταση»

Ο Αμερικανός «γκουρού» των νέων τεχνολογιών Jaron Lanier επιμένει πως «η

Ευρώπη έχει σταματήσει να σκέπτεται» και τα στοιχεία που παρουσιάζει η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν περιγράφουν εικόνα πολύ διαφορετική από αυτήν.

Ο 21ος αιώνας βρίσκει τη Γηραιά Ήπειρο πίσω ακόμη σε τεχνολογικές ανακαλύψεις

και επιστημονική έρευνα (η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται «ποιοτική» από

πολλούς, υστερεί όμως σε ποσότητα και δυναμική). Αυτό που λείπει από την

επιστημονική και τεχνολογική παρουσία της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά είναι η

«νέα πρόταση». Λείπει η ικανότητά της να προτείνει κάτι καινούργιο, κάτι

επαναστατικό. Και αυτό που χρειάζεται, συμπεραίνουν οι συντάκτες της

ευρωπαϊκής μελέτης, είναι να επιταχύνει το βήμα της, έτσι ώστε να προλάβει τις

ΗΠΑ και την Ιαπωνία προτού εκείνες κάνουν πραγματικότητα την τεχνολογική και

επιστημονική επανάσταση που ήδη σχεδιάζουν στα χαρτιά.

Η Ευρώπη μειονεκτεί στις τεχνολογίες του Ίντερνετ

Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της Ευρώπης σχετίζεται με τις

τεχνολογίες του Internet. Για όποιον παρακολουθεί τις εξελίξεις των τελευταίων

ετών στο Διαδίκτυο, είναι σαφές πως η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη δύο ή τρία χρόνια

πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η καθυστέρηση αυτή, σε έναν τομέα που εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, είναι

πράγματι «αναπηρία». Εταιρείες και ειδικοί στις τεχνολογίες του Διαδικτύου που

έχουν ως έδρα τους την Ευρώπη λειτουργούν περισσότερο με τη λογική του «τρέχω

να προλάβω» παρά με την αίσθηση της ανακάλυψης, της δημιουργίας νέων

τεχνολογιών ή υπηρεσιών.

Όπως αναφέρει ο David Williams, από το Ινστιτούτο CERN της Γενεύης, ο οποίος

ασχολείται εδώ και χρόνια με την ανάπτυξη και την αξιοποίηση της τεχνολογίας

του Internet στην Ευρώπη, ο αργός ρυθμός της Ευρώπης οφείλεται, αφ’ ενός, στο

μονοπωλιακό σύστημα των τηλεπικοινωνιών και, αφετέρου, στις ακριβές

(ακριβότερες από τις ΗΠΑ) τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες. «Η εικόνα άλλαξε

σημαντικά μετά το 1998 και την απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών στην Ευρώπη

και αναμένεται, μέσα στα επόμενα χρόνια, να βελτιωθεί κατά πολύ. Η Ευρώπη έχει

την ευκαιρία να πετύχει εκεί όπου οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν δυσκολίες: στη

διαχείριση του ολοένα και αυξανόμενου αριθμού των χρηστών του Διαδικτύου

δηλαδή, αλλά και στη συνεργασία των υπηρεσιών και των φορέων που ασχολούνται

με το Internet».

Ξοδεύουν λιγότερα στην Ευρώπη για επιστημονική έρευνα

Ψηλά σε ποιότητα, χαμηλά σε ποσότητα… Αυτή ήταν η εικόνα που παρουσίαζε η

επιστημονική έρευνα στις χώρες της Ευρώπης από τις αρχές της δεκαετίας του

1990 και για πολλά χρόνια αργότερα. Μέχρι και το 1996, οι επενδύσεις στην

έρευνα ως ποσοστό επί του ευρωπαϊκού ΑΕΠ μετά βίας έφταναν το 2%, τη στιγμή

που το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ ήταν 2,6% και στην Ιαπωνία 2,8%. Αδυναμίες

υπήρχαν και στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που εδραστηριοποιείτο στην

έρευνα, όμως η εικόνα άρχισε κάπως να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1990,

ιδιαίτερα μετά το 1997, χωρίς ωστόσο οι διαφορές να είναι θεαματικές.

Σύμφωνα με την έκθεση για την επιστήμη και την τεχνολογία στην Ευρώπη, που

δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα τέλη του 1999, οι χώρες της

Ευρώπης δαπανούσαν το 1,8% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος τους στην

επιστημονική έρευνα, τη στιγμή που ΗΠΑ και Ιαπωνία είχαν αυξήσει τα αντίστοιχα

ποσοστά τους σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (2,7% στις ΗΠΑ και 3,1% στην

Ιαπωνία).

Η εξαίρεση

Σταθερά πάντως, από το 1990 και μέχρι σήμερα, η Ευρώπη επενδύει πολύ λιγότερα

χρήματα στην έρευνα απ’ όσα οι δύο σημαντικότεροι ανταγωνιστές της στην

παγκόσμια αγορά. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Σουηδία, όπου οι κατά κεφαλήν

επενδύσεις είναι εξίσου υψηλές με αυτές στην Αμερική και την Ιαπωνία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετράει πολύ μικρότερο αριθμό ερευνητών ανάμεσα στο εργατικό

δυναμικό της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και αυτή η «ανισότητα» γίνεται

ακόμη περισσότερο εμφανής, αν εστιάσει κανείς στους ειδικούς επιστήμονες

εκείνους που απασχολούνται στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το ποσοστό για την

Ευρώπη είναι 2,5%, ενώ στις ΗΠΑ έχει φθάσει το 7% και στην Ιαπωνία το 6,3%.