Οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες του 20ού αιώνα στο Σίδνεϊ προσφέρονται για

μετρήσεις σε πολλά επίπεδα.

Πρώτα πρώτα σε οικονομικό, όπου τα μεγέθη έχουν ξεπεράσει προ πολλού το

μέτρο. Η ανάληψη της διοργάνωσης είναι για κάθε πόλη (χώρα) βαρύτατο φορτίο

και για τις μικρές επικίνδυνη στροφή για το μέλλον τους. Αν θυμηθούμε το

Μόντρεαλ (1976) και τη σκληρή επιβάρυνση της καναδικής οικονομίας για πολλά

χρόνια, θα κατανοήσουμε την ανάγκη προσεκτικών κινήσεων για το 2004. Η χώρα

μας στερείται της πολυτέλειας να υποπέσει σε σοβαρά λάθη και να ξεπεράσει

ανώδυνα το πρόβλημα.

Έτσι, η μελέτη όλων των πτυχών της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του

Σίδνεϊ από περίπου εκατόν πενήντα Έλληνες εμπειρογνώμονες είναι υπόθεση

ιδιαίτερα σοβαρή.’Υστερα μπορεί να γίνουν μετρήσεις στη λειτουργικότητα των

αθλητικών εγκαταστάσεων, των προσφερομένων υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο, των

μεθόδων σύλληψης αθλητών που είναι χρήστες απαγορευμένων ουσιών, των μέτρων

διασφάλισης ομαλής διεξαγωγής των Αγώνων, της φιλοξενίας των μελών των

αποστολών και των δημοσιογράφων, καθώς και της συνεισφοράς των εθελοντών. Μία

από τις σπουδαιότερες μετρήσεις αφορά στην απόδοση των αθλητών μας, αλλά και

των διοργανωτών Αυστραλών. Η πληρότητα των κερκίδων σε όλα τα αθλήματα στο

Σίδνεϊ δεν είναι ασφαλώς τυχαία.

Έχουμε στείλει στο Σίδνεϊ περίπου εκατόν πενήντα αθλητές, οι οποίοι έπιασαν

τα όρια και προσπαθούν για διάκριση. Το γεγονός είναι σημαντικό και φανερώνει

ότι ο αθλητισμός μας έχει επιτέλους βάθος. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Βεβαίως

χρειαζόμαστε περισσότερα μετάλλια απ’ ό,τι στην Ατλάντα (οκτώ). Ίσως τα

καταφέρουν οι πρωταθλητές μας. Το 2004 όμως οφείλουμε να έχουμε περισσότερους

πρωταγωνιστές. Στόχος τα γεμάτα στάδια από πραγματικούς φιλάθλους, γνώστες των

μυστικών του κάθε αθλήματος…