Μαύρο είναι το χρώμα στη θάλασσα του Ευβοϊκού εδώ και μερικές ημέρες,

ύστερα από τη βύθιση του φορτηγού πλοίου «Eurobalker 10» την περασμένη

Παρασκευή στο Λευκαντί της Εύβοιας.

Η επιχείρηση απορρύπανσης της θαλάσσιας περιοχής του Ευβοϊκού αλλά και των

ακτών, από το ύψος του Σχηματαρίου μέχρι το Δήλεσι, συνεχίζεται με πλωτά και

χερσαία μέσα και με τη συνεργασία Λιμενικού Σώματος και Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ταυτόχρονα, ένα σκάφος αντλεί το μαζούτ που απομένει στις δεξαμενές του

ναυαγίου, ενώ σήμερα αναμένεται και ένα ακόμη σκάφος με τέσσερις αντλίες, με

στόχο την πρόληψη της περαιτέρω διαρροής.

Έξι δισεκατομμύρια δραχμές ζητούν οι τοπικοί φορείς ως αποζημίωση για την

αποκατάσταση της περιοχής που επλήγη. Οι νομάρχες Εύβοιας και Βοιωτίας και οι

δήμαρχοι Αυλίδας, Σχηματαρίου, Οινοφύτων και Ληλαντίων, σε χθεσινή συνάντησή

τους αποφάσισαν ομόφωνα να καταθέσουν σήμερα στον εισαγγελέα Χαλκίδας από

κοινού μήνυση κατά των υπευθύνων του ναυαγίου και της ρύπανσης του Ευβοϊκού

και συγκεκριμένα κατά της εταιρείας Τσιμέντα Χαλκίδος και της ναυτιλιακής

εταιρείας που διενεργούσε τη μεταφορά.

Κάθε ένας από τους μηνυτές διεκδικεί αποζημίωση ύψους ενός δισεκατομμυρίου

δραχμών, ποσό που θα χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος της

περιοχής.

Πάντως, όπως ανέφερε στα «ΝΕΑ» ο νομάρχης Χαλκίδος κ. Νικόλαος Παπανδρέου, «η

ορατή καταστροφή αντιμετωπίζεται άμεσα αν και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στο

περιβάλλον δεν μπορούν να υπολογιστούν».

Παράλληλα, οι παραπάνω φορείς ζητούν να σταματήσει η φόρτωση τσιμέντου από τον

Ευβοϊκό και να μετακινηθεί άμεσα η πλωτή αποθήκη τσιμέντου από την περιοχή. «Η

βύθιση του πλοίου δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Αυτό που ρυπαίνει μόνιμα την

περιοχή είναι η πλωτή αποθήκη τσιμέντου και γι’ αυτό πρέπει να ληφθούν μέτρα»,

τονίζει ο δήμαρχος Χαλκίδας κ. Χαράλαμπος Μανιάτης.

Σύσκεψη

Όμως χθες πραγματοποιήθηκε και μια δεύτερη σύσκεψη, στην περιοχή Πλάκα στο

Δήλεσι, με την παρουσία του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Χρήστου Παπουτσή,

των περιφερειαρχών Στερεάς Ελλάδας και Ανατολικής Αττικής καθώς και εκπροσώπων

της Νομαρχιακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκπροσώπων του Κοινοβουλίου και της

Εκκλησίας. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την

αντιμετώπιση της ρύπανσης. Ο κ. Παπουτσής, ο οποίος επισκέφθηκε τις περιοχές

όπου συνεχίζεται η διαδικασία της απορρύπανσης, δεσμεύτηκε πως οι ακτές θα

έχουν παραδοθεί στους πολίτες εντός των προσεχών εβδομάδων, ενώ τόνισε ότι θα

ζητήσει από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλο να επιταχύνει τη δικαστική

διερεύνηση του ατυχήματος.

Οι μακροπρόθεσμες οικολογικές επιπτώσεις της ρύπανσης δεν μπορούν, πάντως, να

υπολογιστούν με ακρίβεια. «Δεν μπορεί κανείς να πει ότι η καταστροφή ήταν

αμελητέα. Είναι μια σοβαρή καταστροφή, όμως σίγουρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε

για τραγικές διαστάσεις», αναφέρει ο κ. Στέλιος Ψωμάς, διευθυντής του

ελληνικού γραφείου της Γκρίνπις. Σύμφωνα με τον ίδιο ­ και με στοιχεία που

προκύπτουν από τις μέχρι σήμερα μελέτες για τη ρύπανση από πετρελαιοκηλίδες ­

από τους 350 τόνους μαζούτ που απλώθηκαν στη θαλάσσια περιοχή του Ευβοϊκού, οι

μισοί περίπου έχουν εξατμιστεί ήδη ενώ από το υπόλοιπο μισό ένα μικρό μέρος

μόνο καταλήγει στον βυθό. «Έτσι εκτιμάται πως η καταστροφή είναι μικρότερη σε

σχέση με την περίπτωση διαρροής αργού πετρελαίου, για παράδειγμα».

Πάντως, υπολογίζεται ότι μέχρι του χρόνου το καλοκαίρι οι ακτές στην περιοχή

θα έχουν καθαριστεί και οι πολίτες θα μπορούν να κολυμπούν άφοβα. «Σε όλο το

επόμενο διάστημα σίγουρα στις ακτές θα υπάρχουν πίσσες. Αλλά αν λάβει κανείς

υπόψη ότι στην περιοχή υπάρχουν ισχυρά ρεύματα, μπορούμε να πούμε πως μέχρι το

επόμενο καλοκαίρι οι ακτές θα είναι και πάλι καθαρές», αναφέρει ο κ. Ψωμάς.

Για τα ψάρια

Πιο δυσμενείς φαίνεται ότι είναι οι συνέπειες για τους πληθυσμούς ψαριών που

ζουν στην περιοχή. Σύμφωνα με τον κ. Ψωμά, η επίπτωση στα ψάρια είναι άμεση.

«Μυρίζουν πετρέλαιο και σίγουρα δεν είναι εμπορεύσιμα». Όμως η έκταση της

καταστροφής δεν μπορεί να υπολογιστεί και για τον γόνο. «Πρόκειται για

περιοχές ανάπτυξης γόνου. Όμως οι επιπτώσεις δεν μπορούν να εκτιμηθούν καθώς

δεν υπάρχουν στοιχεία ενδεικτικά της προηγούμενης κατάστασης, ώστε να γίνει η σύγκριση».