Τον περασμένο Ιούλιο το Πανεπιστήμιο Columbia ανακοίνωσε ότι κατέληξε σε συμφωνία με τη διακυβέρνηση Τραμπ για την καταβολή περισσότερων από 186 εκατ. ευρώ για την επίλυση μιας διαφοράς σχετικά με την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση της έρευνάς του, που είχε αποσυρθεί εν μέσω κατηγοριών για αντισημιτισμό στην πανεπιστημιούπολή του.

Το ίδρυμα ήταν από τους πρώτους στόχους της αμερικανικής κυβέρνησης στην απόπειρα καταστολής των φιλοπαλαιστινιακών διαδηλώσεων που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αξιωματούχων, «επέτρεψαν την παρενόχληση και την απειλή εβραίων φοιτητών».

Η ίδια η ειδική ομάδα αντισημιτισμού του Columbia είχε διαπιστώσει ότι εβραίοι φοιτητές είχαν αντιμετωπίσει λεκτική κακοποίηση και εξοστρακισμό κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του 2024. Ωστόσο, άλλοι εβραίοι φοιτητές που έλαβαν μέρος στις συγκεντρώσεις καθώς και οι επικεφαλής των διαδηλώσεων δήλωσαν ότι δεν στόχευαν Εβραίους, αλλά αντίθετα ασκούσαν κριτική στην ισραηλινή κυβέρνηση.

Ενας από τους επιφανείς καθηγητές του Columbia είναι ο Μαρκ Μαζάουερ, το βιβλίο του οποίου «Περί αντισημιτισμού – μια λέξη στην Ιστορία» κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από την «Αλεξάνδρεια» (μτφ. Κωστής Πανσέληνος). Σε αυτό επιχειρεί μία ιστορική αναδρομή του όρου από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας, αλλά αναφέρεται και στις μεγάλες αντιφάσεις της δημόσιας συζήτησης ύστερα από το μακελειό της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 και την καταστροφή που επέφεραν τα ισραηλινά αντίποινα. «Πότε η κριτική κατά του Ισραήλ είναι αντισημιτική;». Κατά πόσο ο ρατσισμός και η αναταραχή στη Μέση Ανατολή συνιστούν μείζονες πηγές αντισημιτικής βίας;

Ο συγγραφέας καταλήγει σε ορισμένες επισημάνσεις που συμβάλλουν στον γενικό δημόσιο διάλογο: «Η εξίσωση του αντισημιτισμού με την κριτική στο Ισραήλ δεν οδηγεί σε κανένα χρήσιμο πρακτικό αποτέλεσμα διότι έχει σχετικά μικρό έρεισμα στην πραγματικότητα, που είναι ότι οι περισσότεροι φοιτητές, μαζί κι εκείνοι που αντιτίθενται σφοδρά στις πολιτικές του Ισραήλ, δεν είναι αντισημίτες. Εκείνοι που όντως έχουν αντισημιτικές απόψεις είναι, σύμφωνα με την έρευνα, πιο πιθανό να υποστηρίζουν το Ισραήλ παρά να το αντιμάχονται, και να τοποθετούν τον εαυτό τους στο δεξί και όχι στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Οχι μόνο είναι δυνατόν – και μάλιστα κοινότοπο – να είναι κανείς αντισιωνιστής… και όχι αντισημίτης, αλλά είναι εξίσου δυνατόν να είναι κανείς αντισημίτης και φιλοσιωνιστής. Πράγματι οι δεξιοί υποστηρικτές του Ισραήλ στην Ευρώπη και η χριστιανική Ακροδεξιά στις ΗΠΑ είναι πιο πιθανό να ασπάζονται αντισημιτικές ιδέες απ’ ό,τι οι επικριτές του Ισραήλ».

Και παρακάτω: «Οπως η αντίληψή μας για το Ολοκαύτωμα διαμόρφωσε την έννοια του αντισημιτισμού στο παρελθόν, το Ισραήλ επισκιάζει όλο και περισσότερο την αντίληψή μας γι’ αυτόν σήμερα. Αυτή η σκιά είναι πιθανό να μεγαλώσει».

Ο διάσημος ιστορικός, το έργο του οποίου έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα στην Ελλάδα, απάντησε στις ερωτήσεις μας σχετικά με το νεότερο βιβλίο του και τις συγκρούσεις που επιφέρει ένας πολεμικός όρος όπως ο «αντισημιτισμός».

Στο βιβλίο σας αναλύετε τη μακρά ιστορία του «αντισημιτισμού» σε διαφορετικές κοινωνίες από τον 19ο αιώνα και μετά. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται μέσα στον 21ο αιώνα, ειδικά με την άνοδο του εθνολαϊκισμού, τη διάχυση των ψηφιακών δικτύων και τις γεωπολιτικές εντάσεις;

Θα έλεγα ότι ο όρος βρίσκεται σε μεταβατική διαδικασία: η πραγματική δύναμή του πηγάζει, προφανώς, από την ιστορική σύνδεση με το υπαρξιακό αδιέξοδο των Εβραίων ως μιας απροστάτευτης μειονότητας στη νεότερη Ευρώπη, κυρίως κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ολοένα και συχνότερα, όμως, ο όρος χρησιμοποιείται – φτάνοντας, θα έλεγα, ως την κατάχρησή του, κατά κύριο λόγο – για να απαξιωθεί η κριτική απέναντι στις πολιτικές του Ισραήλ. Εάν αυτό συνεχιστεί, όπως φαίνεται σήμερα, ο όρος κινδυνεύει να χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής του. Οι περισσότεροι κατανοούν την ανάγκη να προστατεύονται οι μειονότητες από την καταχρηστική ισχύ των κρατών· λιγότεροι αντιλαμβάνονται γιατί το Ισραήλ θα έπρεπε να εξαιρείται ειδικά από τους πάγιους κανόνες της πολιτικής συζήτησης. Εάν συμβεί αυτό, ένα δυσάρεστο αποτέλεσμα θα είναι ότι θα αντιμετωπίζεται δυσκολότερα ο πραγματικός αντισημιτισμός όπου αυτός εμφανίζεται.

Πολλοί σχολιαστές ισχυρίζονται ότι όντως ο «αντισημιτισμός» χρησιμοποιείται πολύ χαλαρά για πολλές διαφορετικές περιπτώσεις. Πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο σχετικοποιεί τελικά τον ίδιο τον όρο; Υπάρχουν παραδείγματα όπου χρησιμοποιείται στο σωστό πλαίσιο στην εποχή μας;

Εχω δει πολλά παραδείγματα τα τελευταία χρόνια. Φοιτητές που διαμαρτύρονταν για την εξόντωση αμάχων στη Γάζα κατηγορήθηκαν, εντελώς άδικα, για αντισημιτισμό. Υποστηρίχθηκε, για παράδειγμα, ότι είναι αντισημιτισμός να ασκείται αδικαιολόγητα αυστηρή κριτική στο Ισραήλ, παρότι συνήθως δεν υπαγορεύουμε στους ανθρώπους τι πρέπει και τι δεν πρέπει να τους απασχολεί. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι είναι αντισημιτικό να φωνάζει κανείς συνθήματα όπως «από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα», λες και το νόημα τέτοιων συνθημάτων είναι αυτονόητο. Η κατηγορία του αντισημιτισμού, όπως διαπιστώνουμε πλέον, εκτοξεύεται με μεγάλη ευκολία: η κυβέρνηση Νετανιάχου, για παράδειγμα, την επιστρατεύει λίγο – πολύ αδιακρίτως. Μεγάλες αμερικανικοεβραϊκές οργανώσεις, όπως η ADL, ενοχοποιούνται για τη χρήση του όρου σχεδόν ως συνώνυμου της έντονης φιλοπαλαιστινιακής διαμαρτυρίας. Το πραγματικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι πλέον η επιτηδευμένη εργαλειοποίηση του όρου, αλλά η πλήρης σύγχυση στη σκέψη πολλών: γνωρίζω φοιτητές, κατά κύριο λόγο Εβραίους, που διαμαρτυρήθηκαν ότι ένα κείμενο που τους δόθηκε προς ανάγνωση ήταν αντισημιτικό, επειδή αναφερόταν στους Εβραίους ως αποικιστές της Παλαιστίνης – ακόμη και όταν αποδείχθηκε πως επρόκειτο για το Εβραϊκό Κράτος του Τέοντορ Χερτσλ, από τα θεμελιακά κείμενα του σιωνισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιοι φοιτητές φαίνεται να έχουν τόση σύγχυση ώστε να κατηγορούν ακόμη και τον ίδιο τον Χερτσλ για αντισημιτισμό.

Στη δημόσια συζήτηση πολλές κατηγορίες για αντισημιτισμό προέκυψαν όντως από την κριτική στην ισραηλινή κυβερνητική πολιτική. Πιστεύετε ότι μπορούν να υιοθετηθούν αυστηρότερα κριτήρια στη χρήση του όρου ώστε να διαχωρίζεται η εύλογη πολιτική κριτική και η αντισημιτική ρητορική;

Δεν νομίζω ότι είναι δύσκολη η βασική διάκριση. Αντισημιτισμός είναι όταν οι επικρίσεις πηγάζουν από εθνικά στερεότυπα εις βάρος των Εβραίων. Ή όταν επιτίθεται κανείς στους Εβραίους επειδή είναι Εβραίοι. Οι ίδιες αυτές κατηγορίες μπορεί να προεκτείνονται και εις βάρος του Ισραήλ. Για παράδειγμα, το να επικρίνεις τις ισραηλινές πολιτικές επειδή αντιβαίνουν στους κανόνες πολέμου και την κοινή ηθική θα ήταν αντισημιτικό εάν συνοδευόταν από την αντίληψη ότι οι Εβραίοι τείνουν γενικότερα προς τη βία. Χωρίς, ωστόσο, τέτοια δυσάρεστα στερεότυπα η κριτική εναντίον της πολιτικής δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισημιτισμός· εκτός εάν επεκτείνουμε τον όρο ώστε να συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε κάνει το Ισραήλ. Με τον τρόπο αυτό, όμως, το εξαιρούμε από τους κανόνες του πολιτικού διαλόγου. Κι ύστερα, υπάρχει μία περίπλοκη ενδιάμεση κατάσταση: όταν οι καθημερινοί ισραηλινοί πολίτες στοχοποιούνται ως συνεργοί στη δράση και τις ενέργειες της κυβέρνησής τους, πρόκειται για αντισημιτισμό ή όχι; Προσωπικά πιστεύω πως δεν είναι. Το να στοχοποιείσαι για την εθνικότητά σου – εξίσου θλιβερό και βλακώδες – δεν είναι το ίδιο με το να στοχοποιείσαι για την εθνοτικότητα ή τη φυλή ή τη θρησκεία σου. Μπορώ όμως να καταλάβω ότι οι απόψεις όλων μας διαφέρουν πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, η Διακήρυξη της Ιερουσαλήμ για τον Αντισημιτισμό είναι ένα πολύ διαφωτιστικό κείμενο, διαμορφωμένο από ειδικούς, που προσφέρει κατευθυντήριες γραμμές.

Από την πλευρά του ιστορικού πώς εντοπίζετε κάθε φορά ότι ο «αντισημιτισμός» χρησιμοποιείται σε αναλυτικό πλαίσιο ή ως πολιτική ρητορική;

Είναι δύσκολο ζήτημα για αρκετούς λόγους. Ο βασικός είναι ότι ο όρος γεννήθηκε μέσα σε πολιτικό πλαίσιο, άρα ήταν εξαρχής «πολιτικός». Επρόκειτο για μία από τις «αντι-λέξεις» που ξεκίνησαν στα μέσα του 19ου αιώνα ώστε να διαμορφώσουν νέες πολιτικές θέσεις. Αρα το να αφαιρέσεις το πολιτικό νόημα από τον όρο και να τον χρησιμοποιήσεις κατά τρόπο ουδέτερο είναι ήδη δύσκολο, αν και – νομίζω – εφικτό. Ενας άλλος λόγος συνδέεται με αυτό που συνέβη την τελευταία δεκαετία. Από τη μια πλευρά, διάφοροι πολιτικοί δρώντες χρησιμοποιούσαν τον όρο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής με διπλωματικούς ή πολιτικούς στόχους. Από την άλλη, υπήρξαν πολιτισμικές μετατοπίσεις ακόμη και ανάμεσα στους απανταχού Εβραίους για το τι σήμαινε στην πραγματικότητα ο όρος. Προσπαθώ να περιγράψω και τις δύο περιπτώσεις στο βιβλίο.

Κι ύστερα, υπάρχει ένας άλλος όρος που απέκτησε κεντρική σημασία στη σύγχρονη πολιτική διαμάχη για το Παλαιστινιακό: η «γενοκτονία». Πιστεύετε ότι υπάρχει ένα αυστηρό πλαίσιο με ιστορικά και νομικά κριτήρια – όπως διατυπώνονται στη Συνθήκη για τις Γενοκτονίες – εντός του οποίου χρησιμοποιείται; Ή υπάρχει περιθώριο για την ευρύτερη χρήση του;

Δεν πιστεύω κατ’ αρχάς ότι έχει νόημα να επιβάλλουμε «νόμους» για τη χρήση των λέξεων. Είναι καλύτερο να γνωρίζουμε τις εναλλακτικές σημασίες τους και όσα υπονοούν. Και επίσης να αναρωτιόμαστε γιατί συγκεκριμένες λέξεις μοιάζουν ξαφνικά πιο σημαντικές απ’ όσο πρέπει. Το αποτρόπαιο μακελειό στη Γάζα τούς τελευταίους 20 μήνες θα ήταν κάτι ηπιότερο εάν απλώς το περιγράφαμε ως «στρατιωτικοποιημένη σφαγή»; Δεν νομίζω. Η «γενοκτονία» κουβαλάει ως όρος μεγάλο φορτίο – επειδή αναφέρεται σε ένα γεγονός που ισοδυναμεί σε βαρύτητα με την απόλυτη γενοκτονία, το Ολοκαύτωμα. Και επειδή έχει νομικές προεκτάσεις. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές άλλες λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εάν αυτό που αναζητούμε είναι να κατανοήσουμε όσα συνέβησαν.

Πώς είναι η σημερινή κατάσταση στο Πανεπιστήμιο Columbia στον απόηχο της σύγκρουσης με την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία κατηγόρησε το Ιδρυμα ότι δεν προστατεύει τους φοιτητές απέναντι σε φαινόμενα αντισημιτισμού;

Μακριά από τους τίτλους των εφημερίδων η κατάσταση έχει ηρεμήσει. Η ζωή για πολλούς ανθρώπους συνεχίζεται όπως και πριν. Αλλά η είσοδος στην πανεπιστημιούπολη παραμένει περιορισμένη (σ.σ.: με απόφαση της διοίκησης ύστερα από πρόσφατες διαμαρτυρίες φοιτητών), η διοίκηση φοβάται την αρνητική δημοσιότητα και προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες για κάτι τέτοιο. Κάποιοι νέοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί εν τω μεταξύ θέτουν σοβαρές προκλήσεις για την ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχει η αίσθηση ότι συμμετέχεις σε μια σύγκρουση που ξεπερνάει το ζήτημα του αντισημιτισμού. Οτι βρίσκεσαι κάπου ανάμεσα στην πολιτισμική αντεπανάσταση της Δεξιάς, η οποία επιχειρεί να διαμορφώσει εκ νέου τα ήθη της πανεπιστημιακής ζωής, και στη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα και τους κανόνες του ίδιου του πανεπιστημίου. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε το αποτέλεσμα.