Μία εβδομάδα ακριβώς πριν από την επίσκεψη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη και τον κοινό εορτασμό Βατικανού – Φαναρίου των 1.700 χρόνων από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, πραγματοποιήθηκε μια άτυπη παρασύνοδος εκκλησιαστικών παραγόντων στην πόλη Σάρτζα κατά μήκος της νότιας ακτής του Περσικού Κόλπου στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Χαρακτηρίσθηκε ως το «αντι-Βαρθολομιακό» τόξο στην Ορθοδοξία με κεντρικό υποκινητή το Πατριαρχείο Μόσχας και το βαθύ ρωσικό καθεστώς.
Η «στρογγυλή τράπεζα» όπως χαρακτηρίστηκε επισήμως έλαβε χώρα στις 20 και 21 Νοεμβρίου και πέρασε κάτω από τα ραντάρ της γενικής ειδησεογραφίας. Τα εκκλησιαστικά όμως κέντρα σε Φανάρι, Αθήνα και Ουάσιγκτον, καθώς και οι αρμόδιες υπηρεσίες των αντίστοιχων υπουργείων Εξωτερικών και των διευθύνσεων Πληροφοριών και Ενημέρωσης την κατέγραψαν.
Με τις ευλογίες του Πατριάρχη Κύριλλου
Συνδιοργανωτές το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και από το Πατριαρχείο Μόσχας ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, Αντώνιος Σέβριουκ, πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, ο αποκαλούμενος «κόκκινος Κίσινγκερ», εξαιτίας της διεθνούς παρασκηνιακής παρεμβατικότητάς του.
Σύμφωνα με πληροφορίες στη συνάντηση στα ΗΑΕ παραβρέθηκαν ιεράρχες, κληρικοί και λαϊκοί της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και εκπρόσωποι ρωσικών οργανώσεων συμπατριωτών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Μεταξύ αυτών ήταν ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος του Καΐρου και της Βόρειας Αφρικής, Πατριαρχικός Εξαρχος της Αφρικής, και ο Επίσκοπος Ευθύμιος του Λουχοβίτσι, Βικάριος του Πατριαρχικού Εξαρχείου της Αφρικής.
Παρόντες και αρκετοί κοσμικοί… «ανώτεροι υπάλληλοι και στελέχη» – όπως ειπώθηκε – των διευθύνσεων Εξωτερικών και Διεθνών Σχέσεως της πόλης της Μόσχας.
Οι σκοποί της στρογγυλής τράπεζας
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, σε μια πρώτη αποτύπωση των δεδομένων που υπάρχουν σε εκκλησιαστικά κέντρα και στις αρμόδιες διευθύνσεις των υπουργείων Εξωτερικών, Ελλάδας, Ιταλίας και Κύπρου στο μενού βρισκόταν το ελληνορθόδοξο Παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Στην Αφρική, μετά την παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας το 2018 και την απόλυτη διαφωνία του Πατριαρχείου Μόσχας που έφτασε μέχρι τη διακοπή κοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Κύριλλος έχει «απασφαλίσει» και αυτονομηθεί τελείως κινούμενος σχισματικά εναντίον όλων των Εκκλησιών που συνυπέγραψαν τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας και δεν υπέκυψαν στις απειλές.
Κινούμενος σε αυτό το πλαίσιο, μετά την αποτυχία του να προσεταιρισθεί στο Ουκρανικό τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο (όπως έκανε επιτυχώς με τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αντιοχείας Θεόφιλο και Ιωάννη αντιστοίχως) ιδρύει στην Αφρική συνεχώς «εξαρχίες» (κάτι το οποίο είναι αποκλειστικό προνόμιο της Κωνσταντινούπολης), «χειροτονώντας» μητροπολίτες επικαλούμενος την ανάγκη προστασίας των ρώσων ορθοδόξων. Πρόκειται για αντικανονική ενέργεια που ονομάζεται εισπήδηση στην εκκλησιαστική γλώσσα και θεωρείται ένα από τα βαρύτερα εκκλησιαστικά αδικήματα. Εχει χρίσει μάλιστα «Μητροπολίτη Καΐρου και Βόρειας Αφρικής» και αρκετούς επισκόπους με ποιμαντικές χωρικές αρμοδιότητες εντός της εκκλησιαστικής επικράτειας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας! Τα χρηματικά ποσά που κατευθύνονται από τη Μόσχα και επιχειρηματικούς δορυφόρους στην ευρύτερη περιοχή προς αυτές τις «εξαρχίες» είναι τεράστια. Απώτερος στόχος η στελεχιακή και από πλευράς ποιμνίου εξουθένωση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ανάδειξης του Πατριαρχείου Μόσχας σε ρόλο εγγυητή της ευημερίας των αφρικανικών λαών και των ορθοδόξων που ζουν στις χώρες αυτές.
Παρακλάδια έως και στη Μονή Σινά
Οι επίσκοποι αυτοί, μαζί με τα στελέχη των διπλωματικών αντιπροσωπειών της Ρωσίας αλλά δυστυχώς και σημαίνοντα μέλη του υπουργικού συμβουλίου της αιγυπτιακής κυβέρνησης, ενισχύουν ποικιλοτρόπως τους αιγύπτιους κόπτες (τοπική ορθόδοξη Εκκλησία) ώστε από κοινού (ρωσόφωνοι και κόπτες) να απομειώσουν την εκκλησιαστική επιρροή του Πατριάρχη Θεοδώρου. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, κινήθηκαν και παρασκηνιακώς εις βάρος της ελληνορθόδοξης αδελφότητας στη Mονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Αρκετοί εκκλησιαστικοί παρατηρητές υποστηρίζουν πως πίσω από την τελευταία εμπλοκή που έχει δημιουργηθεί με τη Mονή στο Σινά βρίσκεται ρωσο-κοπτικός δάκτυλος.
Η ρευστότητα στη διεθνή σκηνή που σταδιακά κορυφώνεται και αποκρυσταλλώνεται στο τρίπτυχο Ουάσιγκτον – Μόσχα – Πεκίνο δεν αφήνει ανεπηρέαστο λοιπόν και τον ορθόδοξο – και όχι μόνο – εκκλησιαστικό χάρτη. Να σημειωθεί πως ήδη από την Πανορθόδοξη Σύνοδο στο Κολυμπάρι της Κρήτης το 2016 το Πατριαρχείο Μόσχας υποκινώντας τους αμφισβητίες του Πρωτείου της Κωνσταντινουπόλεως οδήγησε στο να συμμετέχουν 10 από τις 14 ορθόδοξα εκκλησιαστικά κέντρα (απουσίασαν εκτός της Μόσχας, το Πατριαρχείο Γεωργίας, Αντιοχείας και Βουλγαρίας). Σήμερα, σχεδόν 10 χρόνια μετά, ο κύκλος των «πεπλανημένων» Εκκλησιών είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς το Ουκρανικό αποτέλεσε και για πολλές βαλκανικές Εκκλησίες «κόκκινη γραμμή». Είναι χαρακτηριστικό, πως στον κοινό εορτασμό Βατικανού – Φαναρίου για τα 1.700 χρόνια από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, απουσίασαν ενώ είχαν προσκληθεί πολλές ορθόδοξες Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων τα εμβληματικά Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Μόσχας και Αντιοχείας.
Οσον αφορά, τέλος, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, εδώ και πολλές δεκαετίες είχε υπάρξει αναγκαστική προσέγγιση από πλευράς Πατριαρχείου του ρωσόφιλου καθεστώτος Ασαντ (και επί Χαφέζ αλ-Ασαντ και επί των ημερών του γιου του, Μπασάρ αλ-Ασαντ) προκειμένου να τυγχάνει προστασίας από τους τζιχαντιστές μουσουλμάνους. Με το που κατέρρευσε το καθεστώς, το Πατριαρχείο Αντιοχείας βρίσκεται ξεκρέμαστο από κρατική προστασία και επιχειρεί υπεράνθρωπα να επιβιώσει σε ένα βαθύτατα επιθετικό περιβάλλον. Οι απεσταλμένοι του Πατριαρχείου Μόσχας έχουν έρθει σε συνεννόηση με τους αραβόφωνους ορθοδόξους και εντείνουν τις ενέργειές τους, ώστε να απομειωθεί ο ελληνορθόδοξος και ελληνόφωνος χαρακτήρας της Αντιοχείας και να εμφανιστούν αυτοί ως φυσικοί προστάτες του Πατριαρχείου και της πνευματικής του κληρονομιάς.







