Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ. Σαν να ξεπάγωσε απότομα ο χρόνος και άρχισε να κινείται ό,τι μήνες τώρα μετεωριζόταν ακίνητο, τυλιγμένο σ΄ένα σύννεφο αβεβαιότητας. Μήνες τώρα, όλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν αν και πώς, με ποιο σχήμα και τι στόχους, θα εμφανιζόταν και στα μέρη μας ο ίσκιος του ανατρεπτικού βολονταρισμού με τον οποίο παρεμβαίνει στα διεθνή πράγματα η Αμερική στην εποχή Τραμπ 2. Ακούγαμε σενάρια και εικασίες, μέχρι την αποσαφήνιση των οποίων όλα έμεναν σε εκκρεμότητα. Μια ανήσυχη ησυχία επικρατούσε στη γειτονιά μας.

Και ξαφνικά όλα αρχίζουν να κινούνται με μεγάλες ταχύτητες. Σαν να μπήκαμε σε μοριακό επιταχυντή. Τι άλλαξε;

Ολα προφανώς ξεκινούν από την Ουάσιγκτον. Υστερα από ένα διάστημα ταλαντεύσεων και αμφιθυμίας, η Αμερική επιστρέφει με πολύ μεγαλύτερη ένταση στην επιδίωξη της άμεσης διακοπής της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και την υποκατάστασή του από το αμερικανικό σχιστολιθικό LNG. Πιέζει έτσι τη Μόσχα. Πιέζει όμως και την Ευρώπη, από την οποία ζητάει όχι απλώς να αντικαταστήσει έναν προμηθευτή ενέργειας με έναν άλλον, αλλά και να παραιτηθεί από τη φιλοδοξία ενεργειακής αυτονομίας και οικονομικής ανταγωνιστικότητας, φιλοδοξία που ενσωμάτωνε η «πράσινη ατζέντα» της.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση πιέζεται τριπλά. Πρώτα από την υπαρξιακή απειλή που θα συνιστούσε μια επιτυχία των ρωσικών επιδιώξεων στην Ουκρανία. Δεύτερον από την απειλή της ξαφνικής «αμυντικής ορφάνιας», με την απόσυρση της αμερικανικής ομπρέλας, και την ανάγκη κινητοποίησης πόρων για την αμυντική της ενηλικίωση. Και τρίτον πιέζεται από την ίδια τη δική της αδυναμία να συντονίσει δυνάμεις και να ενοποιήσει πολιτικές, σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια και η άμυνα, ώστε να είναι ικανή να επιβιώσει σε έναν κόσμο που επιστρέφει στην εποχή των Μεγάλων Δυνάμεων, όπου η ισχύς είναι το μόνο δίκαιο. Κάτω από αυτήν την τριπλή πίεση, δεσμεύεται να επισπεύσει τη διακοπή του ρωσικού αερίου από το 2027 και, το σημαντικότερο, υπαναχωρεί διακριτικά (ή όχι και τόσο διακριτικά) από τους «πράσινους» στόχους της, παραχωρώντας στην Κίνα τη θέση του πρωτοπόρου στην πράσινη τεχνολογία. Καθώς, λοιπόν, το μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι μετατοπίζεται προς την Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή ανατέλει ίσως μια νέα, μετά την κρίση στη Γάζα, εποχή, η ανατολική Μεσόγειος φαίνεται να μπαίνει, με υψηλή προτεραιότητα, στα αμερικανικά ραντάρ. Για την Ελλάδα ειδικότερα αυτή η μετατόπιση δημιουργεί μια ευκαιρία – που δεν είναι όμως ούτε δωρεάν ούτε δίχως ρίσκα.

Οπως έγινε σαφές τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα, η Ελλάδα μπορεί να γίνει η προνομιακή πύλη εισόδου του αμερικανικού LNG και αφετηρία της στρατηγικής οδού μεταφοράς του προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη ως την Ουκρανία.

Ολα δείχνουν ότι η κυβέρνηση επέλεξε να πλεύσει με τον άνεμο και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Η Ελλάδα, με τις συμφωνίες που ανακοινώθηκαν, γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συμμετέχει πρόθυμα και ενεργά στο αμερικανικό ενεργειακό σχέδιο. Και ταυτόχρονα από εκεί που πριν από ένα μόλις χρόνο παρουσιαζόταν από τον Πρωθυπουργό της ως χώρα-ηγέτιδα στην ενεργειακή μετάβαση, με στόχο να καλύπτει από ΑΠΕ το 80% των αναγκών της ως το 2030, τώρα γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υιοθετεί το δόγμα drill baby drill.

Η επιλογή έχει τη λογική της. Στο καλό σενάριο, η κυβέρνηση ελπίζει πως όλα αυτά θα μεταφραστούν σε deals, κέρδη, επενδύσεις, υποδομές, αυξημένα έσοδα. Θα μεταφραστούν – ίσως – σε ξεπάγωμα των ερευνών για υδρογονάνθρακες στις ελληνικές θάλασσες και στην ενεργοποίηση του υπνώττοντος σχήματος Ελλάδα –  Κύπρος – Ισραήλ. Η προστασία των αμερικανικών επενδύσεων θα φέρει, ελπίζεται, μια ενισχυμένη γεωπολιτική και αμυντική θωράκιση για τη χώρα που θα τις φιλοξενεί. Και, στο βάθος του ορίζοντα, θα μπορούσε επιπλέον να διευκολυνθεί η υπέρβαση της ακινησίας στις ελληνοτουρκικές διαφορές και η επιδίωξη μιας δίκαιης λύσης στις διενέξεις γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες.

Αλλά μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς και πολλές παραλλαγές «κακών σεναρίων». Και να αναρωτηθεί ποια αντιστάθμιση κινδύνου, με ποια προετοιμασία της κοινής γνώμης (που τώρα παρακολουθεί μόνον εορταστικά πυροτεχνήματα) και με ποια συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων μπορεί η χώρα να εξισορροπήσει τα ρίσκα που αναλαμβάνει.