Η αμεροληψία, δηλαδή η ισορροπημένη και δίκαιη παρουσίαση των γεγονότων, χωρίς προσωπικές προκαταλήψεις, συγκεκριμένες απόψεις ή συμφέροντα, θεωρείται θεμελιώδης αξία της δημοσιογραφίας διεθνώς. Ωστόσο, πόσο πραγματικά την επιθυμεί το κοινό; Και πώς επηρεάζονται οι αντιλήψεις για αυτήν στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;

Στην ψηφιακή εποχή, αυξάνονται οι ενδείξεις ότι πολλοί πολίτες προτιμούν ειδήσεις που συμφωνούν με τις απόψεις τους. Μια διεθνής ερευνητική ομάδα, χρησιμοποιώντας δεδομένα από την Εκθεση για τις Ψηφιακές Ειδήσεις του 2020 από το Ινστιτούτο Reuters, με στοιχεία από 40 χώρες και πάνω από 80.000 συμμετέχοντες, εξέτασε αυτό το φαινόμενο. Η βασική ερώτηση που τέθηκε ήταν αν το κοινό προτιμά να λαμβάνει ειδήσεις από «πηγές χωρίς συγκεκριμένη άποψη» ή από «πηγές που συμμερίζονται τη δική του άποψη».

Ισως δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων σε όλες τις χώρες προτίμησε την αμερόληπτη ενημέρωση. Ομως, περίπου το ένα τέταρτο προτιμούσε ρητά ειδήσεις που ευθυγραμμίζονται με τις προσωπικές του απόψεις.

Το ενδιαφέρον, ωστόσο, βρίσκεται στις λεπτές διαφοροποιήσεις κάτω από την επιφάνεια. Οι μελετητές εντόπισαν σαφείς ομάδες που προτιμούν ειδήσεις με σαφή ιδεολογική τοποθέτηση. Στις ομάδες αυτές περιλαμβάνονται:

Οι πολιτικοποιημένοι με ισχυρές κομματικές απόψεις: Μπορεί να βρίσκουν την αμεροληψία «ψυχρή» ή ελλιπή, καθώς δεν επιβεβαιώνει τις ήδη ισχυρές τους πεποιθήσεις. Πιθανώς αναζητούν έναν συμπληρωματικό λόγο σε ένα οικοσύστημα ενημέρωσης που ήδη εμπεριέχει αμερόληπτες πηγές.

Οι νεότερες ηλικίες και όσοι βασίζονται κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση: Ενδέχεται να αντιλαμβάνονται την παραδοσιακή αμεροληψία ως απόμακρη, υπερβολικά ουδέτερη ή λιγότερο αυθεντική σε σύγκριση με τις προσωπικές αφηγήσεις και τη συναισθηματική φόρτιση που κυριαρχούν στις ψηφιακές πλατφόρμες.

Ατομα από κοινωνικές μειοψηφίες: Οπως γυναίκες, άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ή χαμηλό εισόδημα. Αυτό πιθανώς συνδέεται με τη διαχρονική απογοήτευση από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης που συχνά αγνοούσαν ή παρερμήνευαν τις εμπειρίες αυτών των κοινωνικών ομάδων. Σε τέτοιες συνθήκες, η φαινομενικά ουδέτερη κάλυψη μπορεί να εκλαμβάνεται όχι ως δίκαιη, αλλά ως μεροληπτική υπέρ των προνομιούχων. Αντίθετα, οι ειδήσεις που ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους εμπειρίες και απόψεις φαίνονται αυθεντικότερες και πιο αξιόπιστες.

Πέρα από τις ατομικές προτιμήσεις, η μελέτη εξέτασε και τον ρόλο των εθνικών συνθηκών στη διαμόρφωση στάσεων απέναντι στην αμεροληψία. Ειδικότερα, αναδεικνύονται τρεις βασικοί παράγοντες:

Η ποιότητα της δημοκρατίας: Σε χώρες με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς (π.χ., Σουηδία), η αμερόληπτη ενημέρωση εκτιμάται ιδιαίτερα, ενδεχομένως επειδή συνδέεται με τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Αντίθετα, σε πιο αυταρχικά καθεστώτα (π.χ., Κένυα), η εμπιστοσύνη στην ουδετερότητα είναι σαφώς μειωμένη – συχνά επειδή θεωρείται προσχηματική ή χειραγωγούμενη από την εξουσία.

Ο αριθμός των πηγών που χρησιμοποιεί το κοινό: Σε χώρες όπου οι πολίτες καταναλώνουν ειδήσεις από πολλές διαφορετικές πηγές, η απαίτηση για ουδετερότητα από κάθε μεμονωμένη πηγή μειώνεται. Αντιθέτως, σε χώρες με περιορισμένο αριθμό κύριων μέσων ενημέρωσης – ειδικά δημόσιων – το κοινό δείχνει υψηλότερη προτίμηση για αμερόληπτη ενημέρωση από αυτούς τους φορείς.

Η αντιλαμβανόμενη ανεξαρτησία των δημοσιογράφων: Σε περιβάλλοντα όπου οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι δηλώνουν ότι δέχονται πολιτικές πιέσεις το κοινό έχει λιγότερη εμπιστοσύνη στην ουδετερότητα. Αντί για «ουδέτερη» ενημέρωση που μοιάζει χειραγωγημένη, προτιμά πηγές με ανοιχτή άποψη που δείχνουν ειλικρίνεια και διαφάνεια.

Το συμπέρασμα των μελετητών είναι ξεκάθαρο: παρότι η αμεροληψία εξακολουθεί να θεωρείται θεμελιώδης αξία, δεν απολαμβάνει καθολική αποδοχή. Οι ειδησεογραφικοί φορείς καλούνται να επαναξιολογήσουν τις πρακτικές τους, ιδιαίτερα αν επιδιώκουν να προσεγγίσουν νεότερα ή/και κοινωνικά περιθωριοποιημένα ακροατήρια. Σε συνθήκες έντονης πόλωσης, η διαφάνεια και η ενεργός επίδειξη ανεξαρτησίας αποδεικνύονται συχνά πιο αποτελεσματικές από μια άκαμπτη προσήλωση στην ουδετερότητα.

Η αμεροληψία, άλλωστε, δεν έχει ποτέ εκτιμηθεί ούτε εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο παντού. Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι μια ομοιόμορφη ερμηνεία της, αλλά η συνειδητή επιλογή των δημοσιογράφων για το πώς θα ορίσουν και θα υπηρετήσουν την αξιοπιστία μέσα στο δικό τους κοινωνικό και επαγγελματικό πλαίσιο.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών