Σε μια κοινωνία κουρασμένη από τη στασιμότητα, δύο πρώην πρωθυπουργοί επιχειρούν να δώσουν νέα κατεύθυνση στο εκκρεμές της δημοκρατίας. Ανάμεσα στη νοσταλγία και την ανάγκη για κυβερνησιμότητα, αναδύεται το ερώτημα: μπορεί η Ελλάδα να ξαναβρεί το πολιτικό της μέτρο;

Η πολιτική σκηνή δείχνει ρευστή. Οι ψηφοφόροι εμφανίζονται πολιτικά αποστασιοποιημένοι, με πάνω από το ένα τρίτο να δηλώνουν αναποφάσιστοι ή «ψηφοφόροι διαμαρτυρίας». Η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ισχυρή βάση, αλλά ένα τμήμα των ψηφοφόρων της φαίνεται ευάλωτο σε προοδευτικές εναλλακτικές. Η Κεντροαριστερά εμφανίζει διάχυτη επιθυμία για ενιαία και κυβερνητικά ρεαλιστική πρόταση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει περιορισμένη αλλά σταθερή απήχηση. Σε αυτό το πλαίσιο, δύο νέοι πόλοι εμφανίζονται: από τη δεξιά ο Αντώνης Σαμαράς και από την προοδευτική πλευρά ο Αλέξης Τσίπρας.

Το εγχείρημα Σαμαρά στοχεύει στη δημιουργία ιδεολογικά καθαρής λαϊκής Δεξιάς, που θα εκφράσει ψηφοφόρους αποξενωμένους από τη σημερινή ΝΔ. Χωρίς να απαιτούνται βουλευτικές μετακινήσεις, το κόμμα αναμένεται να αντλήσει στήριξη από ευρύτερα συντηρητικά στρώματα και μικρότερα δεξιά σχήματα, δημιουργώντας έναν νέο πόλο που θα επαναφέρει πατριωτική και αξιακή σταθερότητα.

Η εκτίμηση είναι ότι σταθεροποίηση γύρω στο 6-8% θα αναγκάσει τη ΝΔ να κινηθεί περισσότερο προς το Κέντρο, με συνέπεια η παράταξη να λειτουργεί ως κόμμα εξισορρόπησης και όχι μονολιθική ηγεμονία. Το εγχείρημα Σαμαρά αφορά λοιπόν λιγότερο τη βουλευτική δύναμη και περισσότερο την επικοινωνιακή και ιδεολογική συσπείρωση της Δεξιάς.

Ο Τσίπρας επιδιώκει τη συγκρότηση ενός προοδευτικού φορέα κυβερνησιμότητας, ικανό να απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, μέρος της Νέας Αριστεράς και ένα προοδευτικό τμήμα της ΝΔ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορεί να μετασχηματίσει αυτό το μωσαϊκό σε ελληνικό δημοκρατικό κόμμα, ανάλογο των Δημοκρατικών των ΗΠΑ ή των Εργατικών στη Βρετανία.

Το εγχείρημα δεν αφορά μόνο τα ποσοστά· η πρόκληση είναι να δημιουργηθεί αφήγηση κυβερνησιμότητας και ρεαλιστικής εξουσίας, ικανή να ενώνει την Κεντροαριστερά και να προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική στη Δεξιά. Αν πετύχει, θα επανακαθορίσει το πολιτικό σκηνικό, δημιουργώντας πόλο που μπορεί να διεκδικήσει την ηγεσία της προοδευτικής παράταξης με σταθερότητα.

Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται σταθερό, αλλά ακίνητο, αδυνατώντας να απορροφήσει δυσαρεστημένους από τη ΝΔ. Η ΝΔ κινείται προς το Κέντρο, ο Τσίπρας συγκροτεί νέο πόλο· το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε πολιτικό μεσοδιάστημα, με στελέχη που διχάζονται ανάμεσα σε δεξιά και προοδευτική έλξη. Η ηγεσία του πρέπει να διατυπώσει έγκαιρα ενιαίο αφήγημα σοσιαλδημοκρατίας, αλλιώς η διάχυση δυνάμεων είναι αναπόφευκτη.

Η Ελλάδα εισέρχεται σε μια φάση ανασύνταξης των παρατάξεων. Το εκκρεμές κινείται ξανά – όχι απλώς μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά ανάμεσα σε εμπειρία και ανάγκη για κυβερνησιμότητα.

Ο Αρης Σπηλιωτόπουλος είναι σύμβουλος Στρατηγικής Επικοινωνίας – πολιτικός αναλυτής, πρώην υπουργός