«Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες παραμένουν ζωντανές. Θα ‘πρεπε να τις καταγράψει κανείς, αν και θα ‘ταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί η χρονολογική σειρά. Ο χρόνος που θόλωσε τα πρόσωπα, έσβησε και τα σημάδια αναφοράς. Μένουν κάποια κομμάτια του παζλ που δεν θα ενωθούν ποτέ». (σελ. 7)
Ο Πατρίκ Μοντιανό (Νομπέλ Λογοτεχνίας 2014) για μια ακόμα φορά και με αυτή την τελευταία του νουβέλα αναζητά τη σύνδεση της μνήμης με το παρελθόν, όσο και το παρόν, αλλά και το πώς αυτό που θυμάται – όπως και όσο το θυμάται – καθορίζει το μέλλον του.
Πολυγραφότατος πεζογράφος – περίπου 32 είναι τα βιβλία που έχει εκδώσει – είχε τιμηθεί στην πατρίδα του με σημαντικά βραβεία, αλλά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Και είναι γεγονός πως η βράβευση αυτή ξάφνιασε μιας και το έργο του ακολουθεί μια εντελώς δική του πορεία ανίχνευσης της σχέσης ατομικής μνήμης με τον χρόνο, στον χώρο όχι μόνο των προσωπικών βιωμάτων αλλά και των κοινωνικών / πολιτικών συνθηκών.
Οι μνήμες είναι ρευστές, αποσπασματικές – αυτή είναι η γοητεία της ατομικότητας, αλλά και το δράμα της. Το ρευστό δημιουργεί τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά παράλληλα αυτό το άτομο έχει ανάγκη και να στηρίζεται κάπου.
Για τον Μοντιανό στήριγμα είναι ο τόπος· οι δρόμοι, τα πάρκα, τα οικοδομήματα. Σε αυτό, όσο μένουν αναλλοίωτα, πάνω τους μπορεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του – «Στο τέλος πείστηκα κι εγώ πως είμαστε εμείς, γιατί οι ίδιες περιστάσεις, τα ίδια βήματα, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται εσαεί. Και δεν χάνονται, αλλά είναι γραμμένα ανεξίτηλα στα πεζοδρόμια, στους τοίχους και στις εισόδους των σταθμών αυτής της πόλης. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου». (σελ. 83)
Μα και αυτό το στήριγμα κινδυνεύει πλέον – «Μια πόλη ξένη. Εμοιαζε μ’ ένα μεγάλο λούνα παρκ ή με τον χώρο duty free ενός αεροδρομίου. Πολύ κόσμος στους δρόμους, όπως δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Οι περαστικοί περπατούσαν κατά ομάδες των δέκα, σέρνοντας τροχήλατες βαλίτσες και, οι περισσότεροι, με σακίδιο στην πλάτη. Από πού έρχονταν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που μας έκαναν ν’ αναρωτιόμαστε μήπως αυτούς και μόνο θα βλέπαμε πια στους δρόμους του Παρισιού;». (σελ. 12-13)
Στο ογδόντα του χρόνια, λοιπόν, ο Μοντιανό γράφει ένα ιδιόμορφο κείμενο – μια μείξη ρεαλισμού και ποιητικότητας – και μας ξεναγεί στις ασαφείς, άλλοτε μισοξεχασμένες κι άλλοτε ολοζώντανες αναμνήσεις της εφηβείας του και της πρώτης νεότητάς του – ο αφηγητής χωρίς να δηλώνεται, κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιστρέφει σε μια περίοδο όπου στη ζωή του κυριαρχούσε η προσωπικότητα μιας γυναίκας, μιας χορεύτριας που τον μυεί στους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Η ίδια άλλοτε χορεύει, άλλοτε παίρνει μαθήματα χορού, τον παίρνει μαζί της σε μακρινές βόλτες σε δρόμους του Παρισιού, του ζητά να φροντίζει τον Πιερ, τον μικρό γιο της, αλλά ποτέ δεν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο πατέρας του, ενώ παράλληλα του γνωρίζει ανθρώπους με ασαφές παρελθόν, όσο και άλλους με στοχευμένες και συγκεκριμένες προθέσεις.
Κι έπειτα και καθώς τα χρόνια περνάνε όλα αυτά τα πρόσωπα χάνονται, μαζί τους εξαφανίζονται τα στέκια της νεότητας, οι άνθρωποι που τη σφραγίσανε. Κι αυτό γιατί… «Εγώ ζούσα μέρα τη μέρα χωρίς να νοιάζομαι και πολύ να μάθω πώς λέγονταν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Σαν να ‘μουν ακίνητος στην επιφάνεια του νερού κι όπου με πήγαινε το ρεύμα». (σελ. 53)
Κι αν κάποια στιγμή, ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος ίσως περνάνε φευγαλέα από τις σκάλες ενός σταθμού, ήταν αληθινά ή «ένα όνειρο που είχα δει την παραμονή της συνάντησης και που το άφησα να διαρκέσει όλη τη μέρα, ώστε να ξεχάσω το παρόν;». (σελ. 111)
Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία του 2023. Και κάπου μέσα στις τελευταίες σελίδες του, εκεί δηλαδή που ο συγγραφέας πλησιάζει στο τέλος της καταγραφής του, ο αναγνώστης θα διαβάσει: «Τι είχε απογίνει η χορεύτρια και ο Πιερ και όλοι όσους είχα γνωρίσει εκείνη την εποχή; Να κάτι που αναρωτιόμουν συχνά όλα αυτά τα πενήντα χρόνια και που ‘χε μείνει ως τότε αναπάντητο. Και ξαφνικά στις 8 Ιανουαρίου 2023, αισθάνθηκα ότι όλο αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Η χορεύτρια και ο Πιερ δεν ανήκαν στο παρελθόν, αλλά σε ένα αιώνιο παρόν». (σελ. 111)
Με τον δικό του τρόπο ο Μοντιανό φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο και στη σχέση της με τη μνήμη. Σαφέστατα συγγραφέας ιδιόμορφος και με έναν δικό του τρόπο τρυφερός όσο και σκληρός. Η γραφή του υπηρετεί θαυμαστά τις απόψεις του, ενώ αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ανασυνθέσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες την πορεία του ατόμου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο. Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της γραφής στα ελληνικά από τον δόκιμο Αχιλλέα Κυριακίδη είναι απολύτως επιτυχημένη.
Patrick Modiano
Η χορεύτρια
Μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδ. Πόλις 2025, σελ. 112
Τιμή 14 ευρώ







