Ο Μήτσος Παπανικολάου δεν ανήκει στους μεγάλους θορυβοποιούς της νεοελληνικής ποίησης. Δεν επινόησε «σχολές», ούτε ανέτρεψε τους όρους του παιχνιδιού. Κι όμως, η φωνή του έχει μια δύναμη που δεν μετριέται με καταλόγους· είναι η δύναμη του χαμηλόφωνου, του ψιθύρου που επιμένει να σε ακολουθεί πολύ μετά την ανάγνωση.

Τα Ποιήματα (1916-1942) συγκεντρώνουν για πρώτη φορά το διάσπαρτο έργο του· κείμενα δημοσιευμένα σε περιοδικά, χειρόγραφα, μεταφράσεις, «αθησαύριστα». Εκεί ξεδιπλώνεται ένας κόσμος φθοράς και νοσταλγίας: η νεότητα που σβήνει, η επιθυμία που δεν βρίσκει αντικείμενο, το φως που τρεμοσβήνει πίσω από βαριές κουρτίνες. Η μνήμη λειτουργεί σαν καθρέφτης – όχι για να αναστήσει το παρελθόν, αλλά για να φωτίσει την απουσία του.

Η τεχνική του Παπανικολάου είναι φαινομενικά παραδοσιακή: σονέτα, μέτρο, έλεγχος της φόρμας. Ομως πίσω από τη δεξιοτεχνία υποβόσκει μια διάθεση διάλυσης. Η ρίμα συχνά στραβώνει, ο ρυθμός σπάει, σαν να μην αντέχει πια ο στίχος το βάρος που κουβαλά. Εκεί όπου άλλοι ποιητές της γενιάς του στήριξαν εθνικά οράματα, ο Παπανικολάου έστησε τοπίο προσωπικής καταστροφής: ηδονή που γίνεται πόνος, φτώχεια που γίνεται μοίρα, εξάρτηση που γίνεται καταδίκη.

Τα Πεζογραφήματα (1913-1943) συμπληρώνουν την εικόνα. Εκεί ο λόγος του είναι πιο άμεσος, σχεδόν ωμός. Σκιαγραφεί την πόλη, τους ανθρώπους της φτώχειας, το περιθώριο· όχι ως ντεκόρ, αλλά ως σάρκα και αίμα. Στα πεζά η ποίηση ξεχειλίζει· οι εικόνες δεν είναι λιγότερο ποιητικές, μόνο πιο εκτεθειμένες, χωρίς το προστατευτικό πέπλο της φόρμας.

Ο βίος του Παπανικολάου – ανασφαλής, σπαραγμένος, γεμάτος πάθη και πτώσεις – έχει σχεδόν καταπιεί την πρόσληψη του έργου του. Μα ίσως αυτό είναι και το μυστικό του: το ότι δεν πρόλαβε να αφήσει ένα «ολοκληρωμένο» corpus, αλλά μόνο θραύσματα, καθρέφτες με ρωγμές. Και μέσα σε αυτές τις ρωγμές ο αναγνώστης βλέπει κάτι δικό του.

Σήμερα, σε μια εποχή υπερβολής και επιφανειακού θορύβου, η χαμηλή φωνή του Παπανικολάου μοιάζει αναπάντεχα επίκαιρη. Δεν φωνάζει· αντιθέτως, σε αναγκάζει να σκύψεις μέσα στην έρημο της σιωπής, όπως όταν γυρνάς αργά στο σπίτι το βράδυ, χωρίς να σε περιμένει κάποιο ανοιχτό φως, κάποια ανοιχτή αγκαλιά. Η ποίησή του είναι μια παύση, μια διακοπή, ένας ψίθυρος που σε κάνει να θυμηθείς κάτι που νόμιζες πως είχες ξεχάσει: ότι η τέχνη δεν είναι μόνο θρίαμβος, αλλά και η καταγραφή της ήττας.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.