Η ομιλία του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ αποτελεί παραδοσιακά το άνοιγμα της πολιτικής χρονιάς. Ο φετινός Σεπτέμβριος βρίσκει το πολιτικό σκηνικό σε μια ιδιότυπη εύθραυστη ισορροπία: η Νέα Δημοκρατία, ως κυρίαρχο κόμμα, διατηρεί το δημοσκοπικό προβάδισμα, χωρίς όμως αυτό να μεταφράζεται σε ένα ευρύτερο ρεύμα αποδοχής, ενώ από την άλλη πλευρά η αντιπολίτευση στο σύνολό της αδυνατεί να εκφράσει την υψηλή δυσαρέσκεια που επικρατεί σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης.

Παρόλο που το καλοκαίρι κύλησε χωρίς κάποιο μείζον πολιτικό γεγονός, η κυρίαρχη ψυχολογία παραμένει βαριά: χαμηλές προσδοκίες, απογοήτευση, δυσπιστία. Δεν υπάρχει κύμα οργής, αλλά μια γενικευμένη αποξένωση από την πολιτική – φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό αλλά διάχυτο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η αίσθηση μιας ματαιότητας είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζονται η δυσφορία, η δυσπιστία και η αποστασιοποίηση.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η φθορά της κυβέρνησης δεν είναι αμελητέα. Εστιάζεται σε τρεις άξονες: ακρίβεια, ασφάλεια, Δικαιοσύνη. Η ακρίβεια θεωρείται πλέον μόνιμη, οι θεσμικές σκιές πολλαπλασιάζονται, ενώ η ανασφάλεια διατρέχει τόσο τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής – σε έναν κόσμο διαρκών κρίσεων που μεταβάλλεται ραγδαία – όσο και την καθημερινότητα.

Παράλληλα, όμως, η αντιπολίτευση δεν πείθει. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει εγκλωβισμένο σε στρατηγική αμηχανία, ο ΣΥΡΙΖΑ σε βαθιά κρίση ταυτότητας, ενώ η Πλεύση Ελευθερίας δείχνει τα όριά της. Η συζήτηση για πιθανή επιστροφή Τσίπρα παράγει – τουλάχιστον μιντιακά – θόρυβο, αλλά δεν δημιουργεί προοπτική, διότι περιστρέφεται και αναφέρεται στο χθες χωρίς καμία ουσιαστική αναφορά στο αύριο. Στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας η εικόνα παραμένει ρευστή. Υπάρχει κινητικότητα, και πολιτική ύλη, αλλά όχι συγκροτημένη κατεύθυνση, με τη δυσαρέσκεια να μην παίρνει τη μορφή σταθερού ρεύματος. Το ερώτημα είναι αν αυτός ο χώρος θα παραμείνει κατακερματισμένος ή θα βρει έκφραση με πιο συστηματικούς όρους στο μέλλον. Σε αυτό το φόντο, οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν και κάτι ακόμη: τη μεγάλη ρευστότητα της ψήφου. Η αδιευκρίνιστη πρόθεση λειτουργεί σαν δεξαμενή αβεβαιότητας, που μπορεί να στραφεί προς πολλές κατευθύνσεις. Αυτή η ρευστότητα δεν παράγει αυτόματα ρεύμα αλλαγής, αλλά συντηρεί ένα μόνιμο πεδίο αστάθειας.

Γι’ αυτό και η ΔΕΘ αποκτά στρατηγική σημασία για τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι τις εκλογές. Η κυβέρνηση έχει ανάγκη να παρουσιάσει ένα συνεκτικό αφήγημα που θα ενώσει τις επιμέρους πρωτοβουλίες των τελευταίων χρόνων σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποτελεσματικότητας και προοπτικής που θα μιλήσει στους εν δυνάμει ψηφοφόρους της. Ο πολίτης δεν αρκείται σε αποσπασματικές νίκες. Ζητεί συνολική κατεύθυνση που να απαντά στην ανασφάλεια που βιώνει.

Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης δεν αποτυπώνεται μόνο στη ρευστότητα της ψήφου, αλλά και σε κάτι βαθύτερο: τη θεσμική δυσπιστία. Ενας ύπουλος κίνδυνος που δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά συνολικά το πολιτικό σύστημα και τη λειτουργία των θεσμών. Μια καχυποψία που διαβρώνει τη νομιμοποίηση της πολιτικής. Και αυτό είναι πιο επικίνδυνο, γιατί μπορεί να γεννήσει έναν φαύλο κύκλο αποχής, αποξένωσης και ενίσχυσης ετερόκλητων λαϊκιστικών σχημάτων που απειλούν τη σταθερότητα. Πρόκειται για μια πρόκληση που κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να υποτιμήσει.

Το ζητούμενο της πολιτικής είναι η νίκη. Αλλά καμία νίκη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το υπόβαθρο της εμπιστοσύνης. Σε αυτό θα μετρηθεί η φετινή ΔΕΘ: αν το πολιτικό σύστημα δείξει ότι αντιλαμβάνεται με ενσυναίσθηση τις προκλήσεις της εποχής και μπορεί να τις μετατρέψει σε αφήγημα που πείθει, τότε η νέα πολιτική χρονιά δεν θα ξεκινήσει απλώς με μια ομιλία, αλλά με μια δοκιμασία για το ποιος μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις για το μέλλον.

Ο Ηλίας Τσαουσάκης είναι πολιτικός επιστήμονας, σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας