Τις ημέρες της άδειάς μου προσπαθώ να κατεβάζω τα ρολά που έχουν θέα στο «τοπίο της ειδησεογραφίας». Οχι από ελιτισμό – με εκνευρίζουν παρά πολύ αυτοί που λένε ότι κρατούν αποστάσεις από τις ειδήσεις για να αυτοπροστατευθούν, τάχα μου, από την τοξικότητα. Το κάνω για να μη με φαγουρίζουν τα δάχτυλά μου που δεν θα μπορώ να γράψω γι’ αυτά που με τσιγκλάνε. «Γιατί δεν γράφεις στα σόσιαλ;», μου λένε. Διότι η δουλειά για την οποία αμείβομαι είναι να γράφω σε αυτήν εδώ την εφημερίδα και, πραγματικά, απορώ με τους συναδέλφους που γράφουν ή αναρτούν στο Διαδίκτυο περισσότερες λέξεις απ’ όσες στο μέσον για το οποίο εργάζονται. Είναι σαν να σου διαθέτουν μία από τις καλύτερες σκηνές της χώρας για να ανεβάσεις ένα έργο και εσύ να προτιμάς ένα καφενείο διότι έχει περισσότερους διερχόμενους. Τέλος πάντων, μεγάλη κουβέντα κι αυτή.
Κι αν είχα γράψει στα σόσιαλ, τι θα έγραφα σήμερα για εκείνα τα τραγούδια που έκαναν πολλά παρατράγουδα να λαλήσουν τις προηγούμενες μέρες; Και να τα βάλουν με τη Μαρία Φαραντούρη επειδή αφιέρωσε το «Της αγάπης αίματα» στη Λίνα Μενδώνη, την υπουργό που θέσπισε το «Έτος Θεοδωράκη» και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μπούκωσα με τις αυθαίρετες ερμηνείες περί του τι σημαίνει τραγούδι – παρακαταθήκη και σε ποιον ανήκει, τελικά, η ιστορική μνήμη. Μπούρδες αλμάτων λογικής για να εξυπηρετήσουν μικροκομματικά αφηγήματα. Διατυπωμένες μάλιστα από πένες που έγραφαν σαπουνόπερες όταν η μέγιστη Φαραντούρη εξακολουθούσε να τραγουδάει το «Άξιον Εστί». Είναι δικιά τους, λένε, η ιστορική μνήμη και ό,τι θέλουν την κάνουν. Κάτι βέβαια που για τη μικροπολιτική συνείδησή τους δεν επιτρέπεται στη Φαραντούρη που καλλιέργησε με τις ερμηνείες της αυτή τη μνήμη, που είναι μέρος της και δημιουργός της ταυτόχρονα. Ναι, κάποια τραγούδια με ειδικό βάρος ανήκουν σε όλους, στη Μαρία όμως λίγο παραπάνω (η αναφορά με το μικρό της όνομα δεν γίνεται για λόγους οικειότητας, αλλά επειδή ανήκει στους καλλιτέχνες που εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια είναι σαν να «ζουν» μέσα στο σπίτι μας για να μας υπενθυμίζουν την καλύτερη δυνατή εκδοχή του εαυτού μας).
Αν όμως η στοχοποίηση της Φαραντούρη είναι (συγκρίνοντας τους «επαγγελματίες στοχοποιητές» με τον «στόχο») πρόκληση για τη λογική, το cancel στη Γλυκερία είναι πρόκληση για κάθε δημοκρατική συνείδηση. Από πού αντλούν εξουσία κάποιες ΜΚΟ της αλλοδαπής που αποφασίζουν ποιοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα θα δουλέψουν και ποιοι όχι; Ποιοι είναι αυτοί οι κουκουλοφόροι που απαιτούν δηλώσεις μετανοίας για να εμφανιστούν τραγουδιστές ακόμη και σε πανηγύρια; Ακόμη κι αν η Γλυκερία έκανε μία λάθος επιλογή, μόνο το κοινό της που θα πάει ή δεν θα πάει στις συναυλίες της θα αποφασίσει αν αυτό το λάθος θα επηρεάσει την καριέρα της. Οχι κριτικές από τσογλανοπαρέες, όπως έχει πει σε ανύποπτο χρόνο ο μέγας Σαββόπουλος στους «Αχαρνής». Όταν συμβαίνει αυτό, ψάξε να βρεις από πού υπάρχει διαρροή δημοκρατίας.
Στα μούτρα μας
Στην απέναντι πλευρά, τη ναρκισσιστικά αυτοαποκαλούμενη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», βλέπω και τη Νατάσσα Μποφίλιου. Να κάνει επί σκηνής μια κίνηση που θα αδικούσα τον Σεφερλή αν τη συναρτούσα με τη θεατρική αισθητική του. Να φουχτώνει τα υποτιθέμενα «από τέτοια» της, «σουτάροντας» συγχρόνως με το υπογάστριό της. Για να δηλώσει ότι δεν την ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Οτι δηλαδή η δύναμη και ο τσαμπουκάς μιας γυναίκας εξαρτώνται από τα ανδρικά «από τέτοια». Δεν μπορώ να φανταστώ πιο τοξική εκδοχή της πατριαρχίας.







