Εκείνο το καλοκαίρι στην Αίγινα αποτυπώθηκε στο μυαλό μου για πάντα: ήταν απολύτως δραματικό. Τόσο εγώ όσο και η Μαίρη ήμαστε ευχαριστημένοι από τη φιλοξενία των παλιών μας φίλων, του Δημόκριτου και της γυναίκας του, της Αφροδίτης. Μέναμε στην πανσιόν τους σ’ ένα ειδυλλιακό μέρος, κοντά στο σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη, και κάναμε μπάνια στην Κολώνα. Εκείνος ήταν πολιτικός μηχανικός – κατασκευαστής κτιρίων και τα τελευταία χρόνια έχτιζε κατοικίες στο νησί, ενώ εκείνη ασχολούνταν με τα λογιστικά της επιχείρησης.

Ηταν ένα ζευγάρι με μοντέρνες ιδέες που είχε επισκεφτεί διάφορα μέρη του κόσμου. Από τις συζητήσεις που κάναμε, καθισμένοι σ’ ένα τραπεζάκι στον κήπο της πανσιόν, κατάλαβα πως είχαν βιώσει σχεδόν τα πάντα, μολονότι ήταν νεότεροί μας. Παρά την κοπιώδη καθημερινότητά τους, στην οικοδομή που έφτιαχναν στην Πέρδικα, ήταν γελαστοί και άνετοι. Τους ζήλευα για την ηρεμία τους που είχε μεταδοθεί και σε μένα, μ’ έκαναν να βλέπω τα πράγματα με αισιοδοξία.

Ξαφνικά η έλευση στο νησί του Βασίλη, ενός φίλου του ζευγαριού, νεότερού τους, χάλασε την ηρεμία μας. Σε μια συζήτηση που κάναμε, ο Βασίλης μού αποκάλυψε ότι ήρθε στο νησί επειδή τον άφησε η μνηστή του. Τον καταλάβαινα, κάποτε κι εγώ, όταν με είχε παρατήσει η πρώην αγαπημένη μου, είχα κάνει ένα ταξίδι στο Μπουένος Αϊρες για να καταπολεμήσω τη θλίψη μου.

Σκεφτόμουν όμως πως ένας νέος άντρας χωρίς μόνιμη γυναίκα δίπλα του ίσως ν’ αποτελούσε κίνδυνο για τις άλλες γυναίκες, παντρεμένες κι ελεύθερες. Αυτή η σκέψη με ανησυχούσε. Σύντομα διαπίστωσα πως όταν ο Δημόκριτος ήταν απασχολημένος με τη δουλειά του στην οικοδομή, ο Βασίλης χανόταν με την Αφροδίτη στις παραλίες.

Ο Βασίλης ήταν ευχάριστος στην παρέα, αλλά σύντομα με ανάγκασε ν’ αναθεωρήσω τη στάση μου απέναντί του. Κάποια στιγμή φλέρταρε τη Μαίρη, στην ουσία της ρίχτηκε, όπως μου είπε η ίδια. Εκείνη τον έβαλε στη θέση του, αλλά η πράξη του διατάραξε τη φιλική μας σχέση. Αναρωτιόμουν τι συνέβαινε με την Αφροδίτη. Υποπτευόμουν πως οι βόλτες τους με το τζιπάκι του ζευγαριού δεν ήταν αθώες.

Ασφαλώς ήμουν με το μέρος του Δημόκριτου, έμεινα όμως κατάπληκτος όταν ανακάλυψα ότι ο φίλος μου γνώριζε για τις περιπλανήσεις τους. Αρα και για την πιθανή ερωτική τους σχέση. Ούτε εγώ ούτε η Μαίρη δεν τολμήσαμε να σχολιάσουμε ενώπιον των ενδιαφερομένων τα τεκταινόμενα που μας είχαν σκανδαλίσει. Υποθέσαμε πως είχαμε ενώπιόν μας ένα τρίγωνο από εκείνα που αποκαλούνται ιψενικά.

Οι μέρες περνούσαν χωρίς να συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, ενώ ο Βασίλης που κυκλοφορούσε με το σλιπ στους κοινόχρηστους χώρους της πανσιόν δέχτηκε την ευγενική παρατήρησή μου και αναγκάστηκε να φοράει σορτσάκι. Σ’ αυτή την προσπάθεια εξευγενισμού της αμφίεσής του είχαμε συμπαραστάτη τον Χρήστο, τον συνεργάτη του Δημόκριτου στην επιχείρηση, έναν μηχανολόγο – μηχανικό που έμενε επίσης στην πανσιόν – μας συνέδεαν φιλικοί δεσμοί από τα εφηβικά μας χρόνια.

Ο Χρήστος είχε συντηρητικές αρχές. Στις συζητήσεις μας στον κήπο της πανσιόν μού έλεγε πως ενώ σχετιζόταν με παντρεμένες γυναίκες, όταν μια ερωτική του σύντροφος πήγε με άλλον, ενοχλήθηκε και τη χαρακτήρισε ανήθικη. Μου είχε εκμυστηρευτεί πως ήθελε να παντρευτεί γιατί του άρεσαν η οικογένεια και τα παιδιά, αλλά το ανέβαλλε συνεχώς επειδή έτρεφε φόβο για τις γυναίκες.

Εγώ δεν είχα κανένα λόγο να τον μεμφθώ, τον θεωρούσα καλό άνθρωπο και τον ζήλευα που ήταν εργατικός και δραστήριος. Ο Χρήστος κυκλοφορούσε στο νησί μ’ ένα μαχαίρι στην κωλότσεπη που του ήταν απαραίτητο στις καταδύσεις του. Συχνά ανέβαινε στη μηχανή του τραβώντας προς κάποια παραλία με το σκάφανδρο και τον εξοπλισμό του για να βγάλει χταπόδια, ήταν εξαιρετικός δύτης.

Αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, μια γυναίκα και τρεις άντρες, αποτελούσαν τη συντροφιά μας στο νησί.

«Είναι όλοι υπέροχοι», μου έλεγε η Μαίρη.

Πράγματι, ήταν άριστοι συζητητές, είχαν γνώσεις και εμπειρίες, είχαν κάνει πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο. Ασφαλώς, υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι γύρω μας, αλλά εμείς συμπαθούσαμε περισσότερο τους εργάτες, οι οποίοι έρχονταν να δουν τον Αλκη στην πανσιόν για θέματα της δουλειάς τους. Ηταν νησιώτες αλλά και Αλβανοί, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αίγινα πριν από πολλά χρόνια και δεν τους ξεχώριζες από τους ντόπιους.

Είχαμε συμπαθήσει έναν εργάτη ο οποίος ζούσε ευτυχισμένος με την οικογένειά του. Επαιρνε συχνά τηλέφωνο τη γυναίκα του από τη δουλειά για ν’ ακούσει τη φωνή της και να της λέει λόγια αγάπης.

Το γεγονός το οποίο με συγκλόνισε συνέβη τη νύχτα που πήγαμε και οι έξι σ’ ένα ντάνσινγκ κλαμπ στο νησάκι Αγκίστρι. Φτάσαμε εκεί με ένα πλοιάριο. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και διασκεδάσαμε αρκετά. Το πλοιάριο όμως λόγω της ξαφνικής θαλασσοταραχής που έπληξε το νησάκι δεν σαλπάρισε από το λιμάνι. Εγώ με τη Μαίρη, ψόφιοι από την κούραση, ξαπλώσαμε σε κάτι πολυθρόνες στο πλοιάριο, ώσπου να κοπάσει η θάλασσα.

Αργότερα, ήρθαν κοντά μας ο Δημόκριτος και η Αφροδίτη, ήταν ελαφρώς μεθυσμένοι, μετά έφτασε κι ο Χρήστος που φαινόταν νηφάλιος, μάλλον δεν ήπιε καθόλου. Τελευταίος έφτασε ο Βασίλης, ο οποίος, μην μπορώντας ν’ ανεβεί τη μικρή σκάλα από τη στεριά στο σκάφος, γλίστρησε κι έπεσε στο νερό. Οντας σε κακά χάλια, προσπαθούσε μάταια ν’ ανεβεί στο πλοιάριο, χτύπησε μάλιστα το πρόσωπό του στα πλευρικά του σκάφους και αίμα έτρεχε στο μέτωπό του.

Μόλις η Αφροδίτη τον είδε σε αυτή την κατάσταση, ταράχτηκε.

«Βοήθησέ τον», φώναξε στον άντρα της.

Ο Δημόκριτος όμως αδιαφόρησε εντελώς.

«Μπορεί να τα καταφέρει μόνος του», της είπε.

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, πρόσεξα μια σκιά μίσους στα μάτια του Δημόκριτου. Βλέποντας τον κίνδυνο, η Αφροδίτη στράφηκε στον Χρήστο, ο οποίος σηκώθηκε να βοηθήσει, έστω και απρόθυμα, τον πληγωμένο φίλο τους.

Ο Βασίλης κατάφερε ν’ ανεβεί στο πλοιάριο κι η Αφροδίτη έκανε ό,τι μπορούσε για να τον συνεφέρει, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα του Δημόκριτου. Ο παρ’ ολίγον πνιγμένος και λιγάκι τραυματισμένος Βασίλης βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα, εντελώς εξουθενωμένος, ενώ η Αφροδίτη τον χάιδευε και του έλεγε λόγια παρηγοριάς.

Ο Δημόκριτος κατσάδιασε τη γυναίκα του, πράγμα που προκάλεσε συζυγικό καβγά. Τα πράγματα οξύνθηκαν όταν επιχείρησε ν’ απομακρύνει τα χέρια της Αφροδίτης από το σώμα του Βασίλη κι εκείνος αντέδρασε άσχημα. Τότε οι δύο άντρες πιάστηκαν στα χέρια.

«Είσαι βλάκας!», είπε ο Δημόκριτος στον Βασίλη.

«Θα σε σκοτώσω, ρε κτήνος!», του φώναξε εκείνος και τον έσπρωξε έξω από το πλοιάριο.

Η σπρωξιά ήταν δυνατή, έτσι ο Δημόκριτος έπεσε στη θάλασσα, αλλά δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να ξανανεβεί στο πλοιάριο. Ετσι πέρασε η νύχτα, ήμαστε όλοι αναστατωμένοι και δεν μιλούσαμε μεταξύ μας.

Το πρωί η θάλασσα είχε μπουνατσάρει, οπότε το πλοιάριο άφησε το Αγκίστρι και σαλπάρισε για την Αίγινα. Φτάνοντας στην πανσιόν, ο Δημόκριτος ζήτησε από τη γυναίκα του να πει στον Βασίλη να φύγει, επειδή δεν ήθελε να του το ζητήσει ο ίδιος. Η Αφροδίτη όμως δήλωσε επιτακτικά ότι ο Βασίλης δεν επρόκειτο να φύγει, θα έμενε στην Αίγινα όσο καιρό ήθελε.

Ακούγοντάς τη να μιλάει μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Δημόκριτος αγρίεψε, δεν τον είχα ξαναδεί τόσο θυμωμένο.

«Εδώ κάνω κουμάντο εγώ!», της είπε.

«Καλά, όπως γουστάρεις!», έκανε εκείνη.

Ο Δημόκριτος δεν αντέδρασε κι η Αφροδίτη ηρέμησε. Νόμισα πως θα δεχόταν καρτερικά το διώξιμο του Βασίλη, όμως γελάστηκα. Διότι αμέσως μετά απείλησε τον άντρα της πως αν έφευγε ο Βασίλης θα έφευγε μαζί του. Αυτή η δήλωση δεν φάνηκε ν’ αρέσει ούτε στον Δημόκριτο ούτε στον Χρήστο, ο οποίος παρακολουθούσε αμίλητος τη σκηνή.

Σύντομα, τα πράγματα ηρέμησαν, οπότε εγώ κι η Μαίρη τραβήξαμε για το δωμάτιό μας, αφήνοντάς τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Ημουν βέβαιος πως ο Χρήστος δεν θα τολμούσε να πάρει το μέρος κανενός, επειδή δεν ήθελε να αποκτήσει έναν εχθρό. Ηξερα καλά ποιος από το ζευγάρι θα νικούσε, άρα δεν μου φάνηκε καθόλου παράξενο που ο Δημόκριτος έκανε πίσω στην αξίωσή του να φύγει ο Βασίλης.

Η μέρα πέρασε ήσυχα, χωρίς γκρίνιες και τσακωμούς. Ηρθε το βράδυ κι εγώ με τη Μαίρη πήγαμε να φάμε στο κοντινό εστιατόριο. Επιστρέφοντας στην πανσιόν, πέσαμε για ύπνο, πλησίαζαν μεσάνυχτα. Επειδή είχα αϋπνίες βγήκα στη βεράντα καπνίζοντας το τσιγαράκι μου. Ξαφνικά, είδα την Αφροδίτη και τον Βασίλη να βγαίνουν από την πανσιόν και να πηγαίνουν στο τζιπάκι. Η Αφροδίτη κάθισε πίσω από το τιμόνι κι εκείνος στη θέση του συνοδηγού. Επειτα είδα τον Δημόκριτο να βγαίνει, να παίρνει το ποδήλατό του και να τρέχει στο κατόπι τους. Λίγο μετά εμφανίστηκε κι ο Χρήστος, καβάλησε τη μηχανή του και τους ακολούθησε.

Υστερα από όλ’ αυτά πήγα και ξύπνησα τη Μαίρη. Συμφωνήσαμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να επιβιβαστούμε στο καραβάκι της γραμμής για τον Πειραιά. Ξαφνικά, τα ξημερώματα, εκεί που αγνάντευα τη θάλασσα από τη βεράντα, είδα την Αφροδίτη να καταφθάνει με το τζιπάκι, να βγαίνει και να χειρονομεί προς το μέρος μου.

«Τρέξε», μου φώναξε, «έπεσε από την οικοδομή. Πρέπει να του προσφέρεις τις πρώτες βοήθειες».

Γνώριζε πως κάποτε είχα εργαστεί σε νοσοκομείο ως νοσηλευτής. Προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί, σκέφτηκα πως κάποιος από τους δύο άντρες έσπρωξε τον άλλο στο κενό. Ποιος όμως είχε πέσει; Ο Δημόκριτος ή ο Βασίλης; Μπήκα στο τζιπάκι, μα δεν ρώτησα την Αφροδίτη να μου μιλήσει για το περιστατικό.

Τελικά, ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν είδα πως ο άντρας που είχε πέσει από την οικοδομή ήταν ο Χρήστος, ο μηχανολόγος. Οπως με πληροφόρησε η Αφροδίτη, τον Βασίλη τον κυνηγούσε ο Δημόκριτος για να τον πλακώσει στο ξύλο. Ο Βασίλης κι ο Δημόκριτος έφτασαν στην οικοδομή, ανέβηκαν ψηλά στην ταράτσα και άρχισαν να παλεύουν.

Μετά ανέβηκε κι ο Χρήστος, ο οποίος αγρίεψε και απείλησε τον Βασίλη με το μαχαίρι που είχε για τα χταπόδια. Εκείνος όμως ως νεότερος κατάφερε να του πάρει το μαχαίρι και να του το καρφώσει στην καρδιά, μετά τον έσπρωξε στο κενό. Ετσι, αντί να σκοτωθεί ο αντιπαθητικός Βασίλης, σκοτώθηκε ο συμπαθητικός Χρήστος.

Είχα φτάσει στην οικοδομή πολύ αργά, δεν μπορούσα να σώσω τον φίλο μου, οι νοσηλευτικές μου γνώσεις είχαν αποδειχτεί άχρηστες. Σε λίγο ήρθε ένα περιπολικό με τρεις αστυνομικούς κι έναν ιατροδικαστή, έγιναν ανακρίσεις, ανέκριναν κι εμένα. Τους είπα όσα γνώριζα κι επέστρεψα στην πανσιόν με το τζιπάκι της Αφροδίτης. Μπήκα στο δωμάτιό μας, αφηγήθηκα στη Μαίρη όσα είχαν γίνει κι εκείνη δάκρυσε – ήταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση.

«Πάμε να φύγουμε από ‘δώ», μου είπε.

«Το καλοκαίρι συνεχίζεται», της είπα.

Δεν είχαμε διάθεση να παραμείνουμε στο νησί, κι ας μας άρεσαν η Σουβάλα, η Πέρδικα και η Αγία Μαρίνα. Δεν θέλαμε να βλέπουμε τα άτομα που ήταν υπεύθυνα για τον θάνατο του Χρήστου, του αγαπημένου φίλου που σκοτώθηκε, κι ας κουβαλούσε μαχαίρι πάνω του. Εκείνες οι διακοπές στην Αίγινα ήταν οι πιο δραματικές, οι πιο παράξενες της ζωής μου. Και οι πιο αξέχαστες, βέβαια.

Τελευταίο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου είναι το μυθιστόρημα «Ο κήπος με τις φράουλες», εκδ. Πατάκη, 2020