Δεν είναι η πρώτη φορά που ο τίτλος μιας εφημερίδας ή απόσπασμα από τη δημοσιογραφική της ύλη ενσωματώνεται δημιουργικά στο μυθοπλαστικό περιεχόμενο ενός βιβλίου.

Κυρίως στην ελληνική, αλλά και στη διεθνή λογοτεχνία οι συγγραφείς καταφεύγουν στα λεγόμενα πραγματολογικά δεδομένα όταν θέλουν να μείνουν με το ένα πόδι στη γη (επειδή το άλλο βρίσκεται αναπόφευκτα στη φαντασία).

Και πουθενά αλλού δεν βρίσκει καλύτερη εφαρμογή αυτή η «τεχνική της παρατήρησης» όσο στα «Ονόματα» του Ντον ΝτεΛίλο: στο μυθιστόρημα του 1982, όπου πλατείες ελληνικών νησιών, το άνυδρο τοπίο της Μάνης και οι δρόμοι της Αθήνας συνταιριάζονται σε ένα μωσαϊκό, όχι απαραίτητα απολύτως πιστό προς την πραγματικότητα.

Οσο κι αν συμβαίνει πάντως, αποτελεί έκπληξη ως ένα σημείο ότι ο τίτλος τον οποίο διαβάζετε και κρατάτε ανά χείρας κατάφερε να «τρυπώσει» σε ένα από τα βιβλία ενός ευπώλητου της εποχής μας: την Αυτού Εξοχότητα των Ιστοριών Μυστηρίου, Τζον Γκρίσαμ.

Ολα συμβαίνουν στο «Exchange» (εκδ. Doubleday, 2023), που αποτελεί συνέχεια της υπερπετυχημένης εμπορικά «Φίρμας» ή «Εταιρείας» (1991), όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ήδη το 1995 (εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση Μαριέττας Παπαϊωάννου, αλλά και Ερρίκου Μπελιέ , πιθανότατα σε επανακυκλοφορία μετά την προβολή της ομότιτλης ταινίας με τον Τομ Κρουζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο).

Στην ιστορία εκείνη ο Μίτσελ Μακ Ντίρι ήταν ο νέος, φιλόδοξος αριστούχος των Νομικών Επιστημών του Χάρβαρντ, που επιθυμούσε δόξα και χρήμα. Η εταιρεία την οποία τελικά επιλέγει και τον επιλέγει είναι μεν μικρή, αλλά ιδιαίτερα σεβαστή στους νομικούς κύκλους του Μέμφις.

Εκείνοι του προσφέρουν ραγδαία οικονομική και ιεραρχική άνοδο, αλλά εκείνος παγιδεύεται χωρίς να το γνωρίζει σε μια τεράστια οικογενειακή επιχείρηση ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Η «Ανταλλαγή» αποτελεί τη συνέχεια εκείνης της ιστορίας. «Τι απέγιναν ο Μίτσελ και η Αμπι από τη στιγμή που ξεσκέπασαν την εγκληματική δράση της δικηγορικής εταιρείας των Μπεντίνι;» όπως μας προϊδεάζουν από τον εκδοτικό οίκο.

«Δεκαπέντε χρόνια αργότερα ζουν στο Μανχάταν και ο Μιτς συνεργάζεται με τη μεγαλύτερη νομική φίρμα του κόσμου. Οταν ο μέντοράς του από τη Ρώμη (σ.σ.: Λούκα Σαντρόνι) τού ζητάει μια χάρη για την οποία πρέπει να απομακρυνθεί από την έδρα του, ο Μιτς θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας συνωμοσίας με παγκόσμιες προεκτάσεις – με τους συνεργάτες, τους φίλους και την οικογένειά του άλλη μια φορά σε κίνδυνο».

Ο Γκρίσαμ – και πιθανότατα οι ghostwriters που τον βοηθούν – οσμίζεται για άλλη μια φορά το πνεύμα της εποχής χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία από την πολτική και οικονομική επικαιρότητα.

Στην υπόθεση, για παράδειγμα, εμπλέκεται μία τουρκική κατασκευαστική εταιρεία η οποία μηνύει την κυβέρνηση της Λιβύης για καθυστερημένες οφειλές που αφορούν την κατασκευή της Μεγάλης Γέφυρας Γκαντάφι.

Καθώς ο Μιτς και η Τζιοβάνα, κόρη του ιταλού μέντορά του, αποδέχονται το ρίσκο της επίλυσης, φτάνουν πιο κοντά στην αόρατη απειλή. Σημαδιακή στην πλοκή είναι η απαγωγή της Τζιοβάνα και σ’ αυτό το σημείο είναι που εμφανίζεται απρόσμενα η εφημερίδα που κρατάτε ανά χείρας. Διαβάζουμε το απόσπασμα όπου ο Μιτς κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή και ανοίγει ένα email άγνωστου αποστολέα στα spam (η απόδοση αναγκαστικά ελεύθερη): «Στην οθόνη άνοιξε η ασπρόμαυρη φωτογραφία της Τζιοβάνα, καθισμένης σε μια καρέκλα, που φορούσε μία μαύρη ρόμπα και ένα μαύρο χιτζάμπ που κάλυπτε τα πάντα εκτός από το πρόσωπό της.

Η γυναίκα ούτε χαμογελούσε ούτε κατσούφιαζε. Κρατούσε μία εφημερίδα, την πρωινή έκδοση των «ΝΕΩΝ», που σημαίνει «ειδήσεις» στα ελληνικά, τη μεγαλύτερη καθημερινή εφημερίδα της Ελλάδας.

Ο Ρίλεϊ μεγέθυνε την εικόνα και η ημερομηνία έγινε ευδιάκριτη – 4 Μαΐου 2005. Εκείνο το πρωί. Το κύριο θέμα ήταν μια απεργία αγροτών και υπήρχε μια φωτογραφία με μια σειρά τρακτέρ που έκλειναν έναν αυτοκινητόδρομο. Τίποτε για την Τζιοβάνα, τουλάχιστον στο πρωτοσέλιδο».

Αναζητήσαμε εκείνο το πρωτοσέλιδο, αλλά δεν μπορέσαμε να ταυτίσουμε τη φωτογραφία στην οποία αναφέρεται ο Γκρίσαμ (προφανώς από κρυπτομνησία ή χρησιμοποιώντας αφαιρετικά κάποιο πρωτοσέλιδο).

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.

Την ίδια στιγμή, «ΤΑ ΝΕΑ» εμφανίζονται και στο μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά «Νικήτρια σκόνη», το οποίο αναμένεται τις επόμενες ημέρες (εκδ. Ψυχογιός, σε μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή, καθώς αποτελεί μέρος της διατριβής του Καλτσά στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον).

Είναι από τα λίγα βιβλία της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής που αναφέρονται στην ελληνική περιπέτεια της οικονομικής κρίσης ξεκινώντας από τα Δεκεμβριανά και καταλήγοντας στο δημοψήφισμα του 2015.

Σε μία από τις σκηνές ο Ανδρέας τρέχει στα επείγοντα του νοσοκομείου, όπου τον Ιούνιο του 1995, έχουν μεταφέρει τον πατέρα του. Στην αίθουσα αναμονής ακούει τη στιχομυθία δύο γυναικών για την κατάσταση στα νοσοκομεία: «Το πιστεύεις πως είναι τόσο άσχημα τα πράγματα;».

«Ελα ντε; Σκέτο δράμα», απάντησε μια άλλη γυναίκα. «Είχα γράψει δηλαδή ένα άρθρο στα Νέα σχετικά, αλλά και πάλι, δεν περίμενα ότι θα ‘ταν τόσο χάλια».

ΣΙΝΕΜΑ

Η Μία Φάροου διαβάζει «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν είναι μόνο στην πεζογραφική μυθοπλασία που βρίσκει χώρο ο τίτλος των «ΝΕΩΝ». Ο αυτόπτης μάρτυς Διονύσης Νασόπουλος με παραπέμπει «σε μια ταινία με τον Ντάστιν Χόφμαν, όπου εμφανίζεται από το πουθενά ένα φύλλο των “ΝΕΩΝ”». Με λίγη έρευνα, στην οποία συμβάλλει ο Αγγελος Σκορδάς, καταλήγουμε σε ένα στιγμιότυπο από το «Τζον και Μαίρη» του Πίτερ Γέιτς (1969). Στην ταινία ο Χόφμαν και η Μία Φάροου υποδύονται ένα ζευγάρι νέων της εποχής που γνωρίζονται σε ένα μπαρ, ερωτεύονται και ζουν μαζί χωρίς να ξέρουν αν ο δεσμός τους κρατήσει. Σε μια σκηνή, ασύνδετη με τις άλλες, η Φάροου ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και βρίσκει ένα φύλλο των «ΝΕΩΝ». Είναι της 30ής Ιανουαρίου 1969 με πρωτοσέλιδο τίτλο «Αναπόφευκτη η ρήξη χωρίς την παρέμβαση των δύο Μεγάλων» και υπέρτιτλο «Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έχει φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο».