«Το ποτάμι δεν φτάνει ούτε τα εκατό μέτρα στο πλάτος, κι ο μπαμπάς κι ο Βέρνον κι ο Βάρνταμαν και η Ντιούι Ντελ είναι οι μόνοι που φαντάζουν παράταιροι σ’ αυτή τη μοναδική μονοτονία της ερήμωσης που γέρνει τρομακτικά από τα δεξιά προς τα αριστερά, λες κι είχαμε φτάσει τελικά σ’ εκείνο το μέρος όπου η ορμή του ρημαγμένου κόσμου επιταχύνει μόλις πριν από το ύστατο βάραθρο. Ωστόσο μοιάζουν μικροσκοπικοί. Λες και η απόσταση που μας χωρίζει να ‘ναι χρόνος: κάτι το αμετάκλητο. Είναι λες κι ο χρόνος, αντί να τρέχει μπροστά μας σε μια ευθεία που όλο λιγοστεύει, τώρα διπλώνει ανάμεσά μας σαν σπάγκος που φτιάχνει θηλιά, ενώ η απόσταση είναι οι γύρες του σπάγκου που συσσωρεύονται και όχι το διάστημα που τις χωρίζει. Τα μουλάρια στέκουν εκεί, με τα μπροστινά τους πόδια να πατάνε ήδη στον κατήφορο και τα καπούλια τους ψηλά. Κι αυτά τώρα ανασαίνουν με βαθιά βογγητά· κοιτάζουν πίσω μια τελευταία φορά και το βλέμμα τους περνάει από πάνω μας αφηνιασμένο, μελαγχολικό, βαθύ και απελπισμένο, λες κι είχαν ήδη δει μέσα στα πηχτά νερά το σχήμα της καταστροφής την οποία δεν είχαν τις λέξεις να περιγράψουν κι εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ