Στα νησιά οι επιχειρηματίες γκρινιάζουν ότι η φετινή τουριστική κίνηση ήταν μειωμένη κατά 20%-30% ανάλογα με τον προορισμό, βάζοντας στην εξίσωση προφανώς και τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των εγχώριων παραθεριστών.

Ακόμα πιο άσχημο είναι το κλίμα στην ηπειρωτική Ελλάδα, με την εξαίρεση των μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), που σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το μυστήριο ωστόσο είναι ότι η αίσθηση που κυριαρχεί στις πιο πολλές τουριστικές περιοχές δεν αποδεικνύεται από τα επίσημα στοιχεία.

Η πραγματικότητα είναι πολύ καλύτερη. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν ότι τουλάχιστον οι εισερχόμενοι τουρίστες από το εξωτερικό δεν πλήρωσαν απλά περισσότερα φέτος, όπως αναμενόταν λόγω του πληθωρισμού και της κερδοσκοπίας, αλλά είναι και αριθμητικά περισσότεροι.

Στο εξάμηνο του έτους, η αύξηση των αφίξεων δεν κινείται σε οριακά επίπεδα, φτάνει το 26% και των εισπράξεων το 23,9%, σε σχέση με το 2022, το οποίο οριακά ήταν χειρότερο από την καλύτερη χρονιά στη σύγχρονη ελληνική τουριστική ιστορία, το 2019. Μ’ αυτόν τον ρυθμό, το 2023, που παντού όπου και να πας οι επιχειρηματίες γκρινιάζουν, εξελίσσεται στην καλύτερη χρονιά όλων των εποχών.

Γκρίνια και επιτυχία μαζί

Γκρίνια και επιτυχία μαζί στην ίδια χρονιά, δημιουργούν την ισχυρή πεποίθηση ότι ο τουρισμός βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η χρονιά θα κλείσει με τον τουρισμό να αυξάνει το μερτικό του στην ελληνική οικονομία.

Πρέπει πλέον να δούμε πώς θα προχωρήσουμε. Να αποφασίσουμε αν πιάσαμε το ταβάνι μας και πλέον η γκρίνια και η αλληλοφαγωμάρα θα είναι η μοναδική μας επιλογή ή θα κάτσουμε να δούμε πώς θα μειώσουμε την εποχικότητα και θα επεκτείνουμε χωρικά τη δραστηριότητα διευρύνοντας το προϊόν.

Να οργανώσουμε δηλαδή τη δουλειά που συνεισφέρει περίπου με ένα ευρώ για κάθε τέσσερα που κυκλοφορούν στην ελληνική οικονομία. Αλλά αυτή τη φορά πρέπει να το κάνουμε καλά, δημιουργώντας τις κατάλληλες υποδομές που θα κάνουν βιώσιμη τη συμβίωση κατοίκων και τουριστών. Δεν μπορεί κάθε τουριστική περιοχή να μην έχει το δικό της σχέδιο, που να λέει πόσους τουρίστες αντέχει. Οχι από κάποιο καπρίτσιο. Αλλά ανάλογα με τις υποδομές στέγασης, αποχέτευσης, ύδρευσης, οδικού δικτύου, ενέργειας, προφανώς και υπηρεσίες υγείας, κάθε προορισμός μπορεί να γνωρίζει πόσους αντέχει να φιλοξενήσει.

Αυτή η συνθήκη αποτελεί ελάχιστη ένδειξη σεβασμού απέναντι στον ξένο επισκέπτη, για την προτίμησή του να επισκεφθεί την Ελλάδα και όχι κάποια άλλη χώρα. Και πλέον οι επιλογές για τους τουρίστες έχουν πλήρως επανέλθει μετά την παρένθεση της πανδημίας. Με τον ανταγωνισμό φθηνών αλλά ποιοτικών προορισμών όπως της Τουρκίας και της Αιγύπτου να επιστρέφει, δική μας υποχρέωση είναι και η παροχή μιας σωστά τιμολογημένης υπηρεσίας.

Αν το προϊόν που διαθέτουμε είναι σε λάθος τιμή, δηλαδή αναντίστοιχο των παρεχόμενων υπηρεσιών, τότε απλά θα μείνει «απούλητο», όπως έγινε φέτος σε κάποιες περιοχές, όπως στη Μύκονο. Ολα αυτά δεν έχουμε το περιθώριο να τα σκεφτούμε ή να περιμένουμε τις εκλογές της αυτοδιοίκησης για να αναλάβουν οι νέες διοικήσεις. Είναι σαφές ότι η προετοιμασία για την επόμενη χρονιά έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει. Αυτή τη φορά πρέπει να την οργανώσουμε καλύτερα από τη μέχρι σήμερα επωδό τού «πόσα κεφάλια θα έρθουν».