Εξαρχής υπήρχαν δύο τρόποι να αντιμετωπιστούν τα απομεινάρια της Χρυσής Αυγής από το πολιτικό σύστημα. Ο ένας ήταν η αυστηρή ουδετερότητα: τα χαρτιά είναι στο τραπέζι και αποφασίζει ο κυρίαρχος λαός. Ο άλλος ήταν ο δημοκρατικός ακτιβισμός: αναζητούνται μετ’ επιτάσεως τυχόν τεχνάσματα, παγίδες και μηχανορραφίες από την πλευρά των εχθρών της δημοκρατίας και καταβάλλεται προσπάθεια εξουδετέρωσής τους ακόμη και με κινήσεις στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.

Επελέγη ο δεύτερος τρόπος. Ανεξαρτήτως των διαφορών τους, πραγματικών ή προσχηματικών, τα μεγάλα κόμματα προσπάθησαν με μια σειρά ρυθμίσεων να κλείσουν το παράθυρο που άφηνε η μη αμετάκλητη καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής (λόγω των γνωστών καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης) και να εμποδίσουν τον Ηλία Κασιδιάρη να μπει στη Βουλή «δι’ αντιπροσώπων». Στις εκλογές της 21ης Μαΐου, η μέθοδος απέδωσε: οι «Ελληνες» αποκλείστηκαν από τον Αρειο Πάγο. Ο πραγματικός στόχος όμως του συγκεκριμένου μορφώματος ήταν οι χθεσινές επαναληπτικές εκλογές. Και εκεί τα κατάφεραν: μπορεί οι «Ελληνες» να αποκλείστηκαν ξανά παρόλο που άλλαξαν ηγεσία, ο «δούρειος ίππος της Ακροδεξιάς» όμως, όπως χαρακτήριζαν τους «Σπαρτιάτες» «ΤΑ ΝΕΑ» στο πρώτο τους θέμα το προπερασμένο Σαββατοκύριακο, πέρασε με άνεση το όριο του 3%. Και τρύπησε τα Τείχη.

Ακραίες ιδέες

Στην πραγματικότητα, το ποσοστό που έλαβαν δεν αποτελεί έκπληξη. Οπως σχολίαζε τις προάλλες στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος, από το τέλος του 19ου αιώνα περί το 5% του ελληνικού λαού εμφορείται από αυτές τις ακραίες ιδέες. Το κομμάτι αυτό της κοινωνίας (που μπορεί να είναι και μεγαλύτερο) σε έναν βαθμό απορροφάται από τα μεγάλα κόμματα και σε έναν άλλο βαθμό εκφράζεται αυτόνομα. Σε αυτές τις εκλογές φαίνεται ότι έφτασε κοντά στο ανώτατο σημείο του. Οι υπερσυντηρητικές θέσεις που έλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε διάφορα θέματα (Προσφυγικό, Ροδόπη) ακριβώς για να εκτροχιάσει τους ακραίους δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα: ένας παλιός κανόνας λέει άλλωστε ότι ανάμεσα στο αυθεντικό και το αντίγραφο, οι ψηφοφόροι επιλέγουν πάντα το πρώτο.

Εκπληξη δεν αποτελεί ούτε η αδυναμία της δημοκρατίας να αποκλείσει αυτόν τον χώρο από το Κοινοβούλιο: σύμφωνα πάντα με τον Αλιβιζάτο, μια διάταξη που θα απέκλειε με γενικόλογες διατυπώσεις όποιο κόμμα εμφορείται από ανελεύθερες αρχές θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου. Και θα φόρτωνε τον Αρειο Πάγο με εξουσίες που δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να σηκώσει. Μένει βέβαια να απαντηθεί γιατί δεν προκάλεσε υποψίες το γεγονός ότι αρκετοί από τους υποψηφίους βουλευτές των «Σπαρτιατών» προέρχονται από τους «Ελληνες».

Εκστρατεία από το κελί

Το αποτέλεσμα πάντως είναι ένα: τα «ορφανά του Κασιδιάρη» θα καθίσουν και πάλι στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Ο αρχηγός των Σπαρτιατών, ο Βασίλης Στίγκας, δεν κράτησε ούτε τα προσχήματα: στην επινίκια δήλωσή του έσπευσε να ευχαριστήσει τον Ηλία Κασιδιάρη, έναν πρωτοδίκως καταδικασμένο για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, επειδή προσέφερε το «καύσιμο» για την επιτυχία του κόμματός του. Aλλά και ο ίδιος ο πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής, με ένα προκλητικό παραλήρημα από τη φυλακή με τον τίτλο «Νενικήκαμεν», πανηγύρισε επειδή συνέτριψε, όπως οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα, «έναν εχθρό αλαζονικό και υπερφίαλο, που διέθετε μεγάλη αριθμητική υπεροπλία, δεν διέθετε όμως υψηλή στρατηγική». Εναν εχθρό βέβαια, θα μπορούσε να προσθέσει, που του επιτρέπει χρόνια τώρα να κάνει από το κελί του μια κανονική προεκλογική εκστρατεία…

Μόνο που η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Κι αν δεν αποτελεί ακριβώς φάρσα το ότι θα λαμβάνουν στο εξής τον λόγο στις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις άνθρωποι που αποκαλούν τους Τούρκους «Μογγόλους», χαρακτηρίζουν τους δικαστές «μπάσταρδους» και πιστεύουν ότι έλληνες πολιτικοί είναι «προδότες», το πολιτικό σύστημα είναι σήμερα πολύ καλύτερα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει όποιον προσπαθεί να το υπονομεύσει.

Αλλά αυτή είναι η ορατή πλευρά του προβλήματος. Η βαθύτερη πρόκληση υπερβαίνει την επιτυχία των «Σπαρτιατών» και αφορά κάποιες υπόγειες ζυμώσεις στην κοινωνία: το πώς δηλαδή οι παραδοσιακές εθνικιστικές θέσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο αντιευρωπαϊσμός και η ξενοφοβία ανακατεύτηκαν με το αντιεμβολιαστικό κίνημα και τον φιλοπουτινισμό, για να οδηγήσουν στην ενίσχυση μιας σειράς από αντισυστημικά κόμματα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν περιθωριακά. Οι δημοσκόποι δεν αιφνιδιάστηκαν μόνο από το ποσοστό των «Σπαρτιατών». Διαψεύστηκαν και στην εκτίμησή τους ότι τα κόμματα που τοποθετούνται δεξιά της Νέας Δημοκρατίας θα «αλληλοτρώγονταν» και, αν έμπαινε στη Βουλή το ένα, δεν θα έμπαιναν τα άλλα. Μπήκαν και τα τρία.

Η δημοκρατία είναι γενναιόδωρη. Ενίοτε είναι και αφελής. Τώρα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει με αποφασιστικότητα τα όπλα που έχει στη διάθεσή της για να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της.