Ο σιωπηλός κηπουρός
Ο Νάρβελ Ροθ που υποδύεταιο Τζόελ Ετζερτον στο «Master Gardener» είναι μια ακόμη ενδιαφέρουσα προσθήκη στην πινακοθήκη περιθωριακών ηρώων του Πολ Σρέιντερ

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Από την εποχή του «Ταξιτζή», της ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε της οποίας το σενάριο ο Πολ Σρέιντερ έγραψε, το μοτίβο που ο τελευταίος ακολουθεί και στις ταινίες που εκείνος σκηνοθετεί, είναι περίπου το ίδιο: ο μοναχικός άνθρωπος του περιθωρίου, ο «outcast», με τη βαριά σκιά του παρελθόντος, με το κουρασμένο, αγέλαστο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δεν χρειάζεται να παρατηρήσεις πολύ προσεκτικά για να βρεις την αγωνία «ζωγραφισμένη» πάνω του. Συνήθως, οι ήρωες (ή μάλλον ο αντιήρωες) του Σρέιντερ, θα έρθουν αντιμέτωποι με κάποιο «σύστημα», στο οποίο, όσο μπορούν αντιστέκεται, μέχρι τη στιγμή της έκρηξης. Το είδαμε στον χαρτοπαίκτη του Οσκαρ Αϊζακ «Μετρητή καρτών», το είδαμε στον καταπιεσμένο καθολικό ιερέα του Ιθαν Χοκ στις «Ακρότητες», το βλέπουμε και τώρα, στον Νάρβελ Ροθ, την καρδιά της τελευταίας ταινίας του Σρέιντερ, «Master gardener» (ΗΠΑ, 2022) όπου τον υποδύεται, επίτηδες υποτονικά, ο πολύ καλός Τζόελ Ετζερτον.
Οπως ο Τράβις Μπικλ στον «Ταξιτζή», ο Νάρβελ αφηγείται (off) τις σημειώσεις στο ημερολόγιο που κρατά, τον ακούμε να μιλά για τη μαγεία των φυτών, για τη σχέση τους με τον άνθρωπο και για το πώς η ζωή τους μοιάζει με την ανθρώπινη, για την τέχνη της κηπουρικής, τη δική του τέχνη, που φαίνεται ότι κατέχει και αγαπά πάρα πολύ, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην πάμπλουτη εργοδότριά του (Σιγκούρνεϊ Γουίβερ). Νιώθεις ότι είναι ευαίσθητος άνθρωπος αλλά ενώ ποτέ ούτε τον συμπαθείς (ούτε και τον αντιπαθείς), νιώθεις επίσης ότι είναι και ένας «πειραγμένος» άνθρωπος, ότι αυτό που δείχνει δεν είναι παρά μια βιτρίνα ασφαλείας. Ο Σρέιντερ καλλιεργεί το μυστηριώδες παρελθόν του ήρωα με υπομονή και φροντίδα παρόμοια με εκείνη που ο Νάρβελ δείχνει όταν καλλιεργεί τους κήπους. «Είμαι», όπως με απλότητα ο ίδιος λέει, «απλώς ένας κηπουρός που κάποτε ήταν κάποιος άλλος». Και όταν αναλαμβάνει την εκπαίδευση μιας «προβληματικής» ανιψιάς (Κουϊντέσα Σουιντέλ) θα βρει μπροστά του τρομερά εμπόδια και εκεί θα φανεί ο πραγματικός του εαυτός. Το «ταξίδι» του (προς το φως άραγε;), θα είναι σκληρό, με απρόβλεπτες, δυσάρεστες εκπλήξεις, γεμάτο συναισθηματικούς χυμούς σε ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο σενάριο μέσω του οποίου ο Σρέιντερ δίνει μια διάσταση πολιτικού χαρακτήρα στην ταινία. Αυτό φαίνεται σε ό,τι εκπροσωπεί η ηρωίδα της Γουίβερ, η αρχόντισσα της παλιάς σχολής, του «παλιού χρήματος», ίσως ακόμα και μιας παλιάς, καλά κρυμμένης διαφθοράς (κάτι σαν το γυναικείο αντίστοιχο του Νόα Κρος του Τζον Χιούστον στην «Chinatown» του Ρομάν Πολάνσκι). Είναι το «σύστημα» το οποίο ο Νάρβελ υπηρετεί και στο οποίο ταυτοχρόνως αντιστέκεται και το ερώτημα που ο Σρέιντερ αφήνει διαρκώς να αιωρείται στην ήσυχη, μελαγχολική αυτή ταινία, είναι αν τελικά θα τον ρουφήξει μέσα του ή θα τον κλωτσήσει μακριά του.
Η Λεά παλεύει
Ενα από τα πιο όμορφα στοιχεία της ταινίας «Ενα όμορφο πρωινό» (Un beau matin, Γαλλία - Αγγλία - Γερμανία, 2022) της Μία Χάνσεν Λαβ, είναι ότι δεν καθυστερεί ποτέ να πει αυτό που θέλει. Για την ακρίβεια, τα λέει όλα αμέσως, γρήγορα, χωρίς υπερβολές και χωρίς να μασά τα λόγια της. Και παρά τα 112 λεπτά της, δεν σε αφήνει ποτέ σε ησυχία. Κατ' αρχάς, με το «καλημέρα» σε βάζει αμέσως στο θέμα που είναι τα δεκάδες προβλήματα, από πολύ μικρά πετραδάκια ως ολόκληρα βουνά, στη ζωή μιας νεαρής μητέρας της Σάντρα (Λεά Σεϊντού). Στην πρώτη σκηνή της ταινίας τη βλέπουμε στο σοβαρότερο: τη φροντίδα ενός πατέρα που λατρεύει και που έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια άνοιας (Πασκάλ Γκρεγκορί). Βλέπουμε ότι η Σάντρα είναι ένας άνθρωπος που ξέρει να προσφέρει, το «έχει» μέσα της και ότι προσπαθεί να δώσει την ψυχή της σε όλα - στη δουλειά, στο παιδί της, σε έναν καινούργιο, «παράνομο» έρωτα (Μελβίλ Πουπό) και βέβαια στον πατέρα της. Ομως η ζωή δεν κάνει χατίρια. Συνεχώς παλεύει. Πέφτει, ξανασηκώνεται, ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται. Οπως με άλλα λόγια συμβαίνει με όλους μας. Και αυτά τα πάνω - κάτω της στήνουν μια ζωντανή, καθημερινή ιστορία με την οποία ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί και η οποία δείχνει να προτιμά να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο.
Καρδιά και φαντασία
Μεγάλη καρδιά και συγχρόνως φαντασία είναι τα διακριτικά του «Black Stone» (Ελλάδα, 2022) ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας του Σπύρου Ιακωβίδη, ο οποίος μέσα από την ιστορία μιας μάνας (η θαυμάσια Ελένη Κοκκίδου) που αναζητεί τον γιο της, κτίζει ένα μικρό πορτρέτο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αγγίζοντας ζητήματα από το χάος του Δημοσίου, ως τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας, τον φυλετικό ρατσισμό. Μόνη και αβοήθητη, με ένα άλλο παιδί σε αναπηρικό καροτσάκι (Julio Γιώργος Κάτσης), αυτή η γυναίκα αντιστέκεται με υπερηφάνεια, ή όταν χρειάζεται με τσαμπουκά και χωρίς ποτέ να χάνει το κουράγιο της. Μια σύγχρονη «ανώνυμη» ηρωίδα, με παρωχημένες ίσως σκέψεις σε κάποια θέματα αλλά που δείχνει έτοιμη να αλλάξει αν χρειαστεί. Αντιμετωπίζει στην αρχή με επιφύλαξη έναν μαύρο ταξιτζή (ο ράπερ νέγρος του Μοριά Κέβιν Ζανς Ανσόνγκ) που θέλει να τη βοηθήσει αλλά εντέλει του μαγειρεύει. Σε τέτοιες σκηνές διακρίνεις τη μεγάλη καρδιά του Ιακωβίδη, του οποίου ο τρόπος γυρίσματος έχει επίσης ενδιαφέρον: το εύρημα να παρακολουθούν δύο κινηματογραφιστές την ιστορία της μάνας σαν να καταγράφουν ένα ντοκιμαντέρ μέσα στην ίδια την ταινία (η Κοκκίδου μιλά κυρίως κοιτάζοντας τον φακό) δημιουργεί μια ασυνήθιστη σε ελληνική ταινία ατμόσφαιρα μέσα στην οποία «αιχμαλωτίζεσαι».
Θέατρο ναι, σινεμά όχι
Δυο πράγματα είναι βέβαιο ότι συμβαίνουν στο «Να σου γνωρίσω τους γονείς μου» (Maybe, Ι do, ΗΠΑ, 2023), πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο συγγραφέας Μάικλ Τζέικομπς έχοντας στηριχτεί στη δική του θεατρική επιτυχία: πρώτον, θα βρεις σε αυτήν κάποιες πολύ έξυπνες επισημάνσεις πάνω σε θέματα σχέσεων ζευγαριών, πολυετών γάμων και απιστίας. Και δεύτερον, αυτά τα θέματα, παρουσιάζονται με τον πιο… «αντικινηματογραφικό» τρόπο. Τρία είναι τα ζευγάρια που εμπλέκονται στην ιστορία: ο Ρίτσαρντ Γκιρ και η Νταϊάν Κίτον, ο Γουίλιαμ Μέισι και η Σούζαν Σαράντον και τα παιδιά τους, η Εμα Ρόμπερτς (του πρώτου ζεύγους) και ο Λουκ Μπρέισι (του δεύτερου ζεύγους). Ο Τζέικομπς ξέρει πολύ καλά τους έξι χαρακτήρες, όπως και τις καταστάσεις που ζουν. Είναι επίσης θαυμάσιος γραφιάς θέτοντας καίρια ερωτήματα που ίσως απασχολούν όλα τα ζευγάρια, είτε το παραδέχονται, είτε όχι. Ερωτήματα του τύπου «θα ξυπνήσουμε άραγε μια μέρα και δεν θα έχουμε πια κανένα ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο;». Ομως η σκηνοθεσία του δίνει την εντύπωση ότι τα τρία αυτά ζευγάρια περιφέρονται μέσα σε κινούμενη άμμο γιατί η ταινία δεν έχει την ενέργεια και τον ρυθμό που θα τη βοηθούσαν να ξεφύγει από την ασφυκτική θεατρικότητα.
Θλιβερό φιάσκο
Χειρότερη όμως είναι η κατάσταση που επικρατεί στη «Mafia Mama» (ΗΠΑ, 2023) της Κάθριν Χάρντγουικ, της σκηνοθέτριας της πρώτης ταινίας του franchise «Λυκόφως». Σε αυτή την εντελώς άνευρη «μαφιόζικη κωμωδία» με γυναίκες σε πρώτο πλάνο, η Τόνι Κολέτ και η Μόνικα Μπελούτσι προσπαθούν μάταια να βγάλουν λίγο γέλιο συμπεριφερόμενες σαν μεγαλομπεμπέκες μέσα σε ένα περιβάλλον που (προβλέψιμα) απαρτίζεται από άνδρες με IQ κάτω του μηδενός. Από τη στιγμή που η πρώτη μαθαίνει από τη δεύτερη ότι έχει κληρονομήσει το βασίλειο ενός «νονού» φαμίλιας μαφιόζων στην Ιταλία, η μετάβασή της εκεί από την Αμερική θα γίνει η αφετηρία μιας σειράς ανεκδιήγητων καταστάσεων που το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κάνουν να στρέψεις το κεφάλι μακριά από την οθόνη, αμήχανος μπροστά σ' ένα φιάσκο που προκαλεί θλίψη.
Προβάλλονται επίσης
Για τους φίλους (και μόνο) του franchise φαντασίας «Transformers», προβάλλεται η τελευταία ταινία της σειράς του, «Transformers: Η εξέγερση των θηρίων» (Transformers: Rise of the Beasts, ΗΠΑ, 2023) σε σκηνοθεσία Στίβεν Κέιπλ Τζούνιορ. Και μια επανέκδοση: μια από τις λιγότερο γνωστές ταινίες του Ζαν Λικ Γκοντάρ, «Μια παντρεμένη γυναίκα» (Une Femme Mariee, Γαλλία, 1964), ένας στοχασμός πάνω στη γυναικεία απιστία με κεντρική ηρωίδα τη Μασά Μερίλ.
