Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι πολύ υψηλές τιμές του φυσικού αερίου βρίσκονται στο επίκεντρο της τρέχουσας κρίσης και αποτελούν ευθεία απειλή για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Οι πιο ενεργοβόροι τομείς πιέζονται ήδη πολύ, όπως είναι οι μεγάλες βιομηχανίες χημικών, επεξεργασίας τροφίμων, χάλυβα και χαρτιού, που παράγουν οικονομική αξία άνω των 600 δισ. δολαρίων ετησίως και απασχολούν πάνω από 8 εκατ. εργαζομένους.
Μπορεί προσώρας η πίεση να φαίνεται πως αντιμετωπίζεται, εν μέρει, χάρη στην επείγουσα βοήθεια των κυβερνήσεων, όμως η συνεχιζόμενη έκθεση στο υψηλό ενεργειακό κόστος θέτει ευρύτερες προκλήσεις για την ανταγωνιστικότητά τους.
Προκλήσεις που γιγαντώνονται αν δει κανείς τις κινήσεις των άλλων μεγάλων οικονομιών του πλανήτη. Οι ΗΠΑ, με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), στοχεύουν να αλλάξουν επίπεδο στη βιομηχανία τους, διοχετεύοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, μεταξύ άλλων, στην οικοδόμηση των βιομηχανιών πράσινης ενέργειας του μέλλοντος. Ταυτόχρονα, η Κίνα έχει εκκινήσει με γοργούς ρυθμούς την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας τεχνολογιών καθαρής ενέργειας, ενώ χώρες όπως η Ιαπωνία, η Κορέα και η Ινδία προωθούν επίσης αυξημένες επενδύσεις και στήριξη σε βιομηχανίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτή η ατζέντα κυριαρχεί πλέον και αυτό απαιτεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) να επαναξιολογήσει τη δική της βιομηχανική στρατηγική με στόχο να τη θέσει σε τροχιά νέας ανάπτυξης τις επόμενες δεκαετίες. Η δέσμη μέτρων Fit for 55 της ΕΕ και το σχέδιο REPowerEU έχουν χαράξει την πορεία για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Ωστόσο, το μέγεθος των δράσεων των άλλων χωρών και των οικονομικών πακέτων - μαμούθ που ανακοινώνονται, καθώς και οι τεράστιες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη απαιτούν μια περισσότερο τολμηρή βιομηχανική στρατηγική. Για δεκαετίες, το επιχειρηματικό μοντέλο πολλών ευρωπαϊκών βιομηχανιών βασίστηκε στη διαθεσιμότητα άφθονων και φθηνών προμηθειών ρωσικής ενέργειας. Αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο γκρεμίστηκε όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Και δεν επιστρέφει. Η Ευρώπη πρέπει να βρει νέες πηγές ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος ή θα διακινδυνεύσει με αποβιομηχάνιση.
Ποιες μπορεί να είναι αυτές; Η προσοχή στρέφεται όλο και περισσότερο στο δυναμικό της βιομηχανίας χαμηλών εκπομπών, η σημασία της οποίας θα αυξηθεί καθώς οι χώρες εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των κλιματικών τους στόχων. Αυτό σημαίνει αυξημένη ζήτηση για τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, όπως ηλεκτρικά οχήματα, ηλιακοί συλλέκτες και ανεμογεννήτριες, και για βασικά υλικά, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και το τσιμέντο, που μπορούν να παραχθούν με σημαντικά χαμηλότερες εκπομπές από ό,τι σήμερα. Στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια είναι ήδη οι φθηνότερες επιλογές, παρέχοντας ισχυρά οικονομικά κίνητρα που συμβάλλουν στην προώθηση της ανάπτυξής τους. Ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως οι μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και η βαριά βιομηχανία, όπου απαιτείται περισσότερη προσπάθεια για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιλογών χαμηλών εκπομπών.
Με την κυριαρχία της στην υπεράκτια αιολική ενέργεια, η Ευρώπη έχει αποδείξει ότι μπορεί να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στις καθαρές τεχνολογίες. Τώρα πρέπει να γίνει πολύ ισχυρότερη σε τομείς όπως οι μπαταρίες, τα ηλεκτρικά οχήματα, οι ηλεκτρολυτικές κυψέλες για υδρογόνο, οι αντλίες θερμότητας. Και αντιμετωπίζει ισχυρές ανταγωνιστικές προκλήσεις, με την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και πολλούς άλλους να επιδιώκουν να ηγηθούν της επόμενης γενιάς καθαρών βιομηχανικών και κατασκευαστικών τεχνολογιών.
Ο Χάρης Δούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΜΠ