Ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα θεατρικά του Δημήτριου Κορομηλά (1850-1898), το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 30 Δεκεμβρίου 1891 στην Κωνσταντινούπολη. Ενα χρόνο νωρίτερα, στις 23 Δεκεμβρίου, ο ίδιος ο Κορομηλάς ανέγνωσε το έργο στην αίθουσα της εταιρείας των «Φίλων του λαού». Στις 30 Μαΐου 1892 η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1900 στην Κωνσταντινούπολη, από το τυπογραφείο «Κεφαλίδου». Με βάση τα στοιχεία, οι παραστάσεις του έργου και η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε εκτόξευσαν τη δημοφιλία του τραγουδιού «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Το τραγούδι ήταν μέρος της παράστασης και είναι ενεργό ακόμη και σήμερα, κυρίως στο δημοτικό και το νεο-δημοτικό ρεπερτόριο. Οι μουσικοί σήμερα έχουν οικειοποιηθεί πλήρως το κομμάτι, αρμονικά, μελωδικά και όσον αφορά τη φόρμα του.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στην ιστορική δισκογραφία, στην Ελλάδα, στην Αμερική αλλά και στο Μιλάνο, και μεταφέρθηκε αργότερα στον κινηματογράφο, για πρώτη φορά το 1932. Πέρασε, δε, σε διάφορα ρεπερτόρια, λόγια και λαϊκά. Ο Κορομηλάς εμπνεύστηκε το θεατρικό του από ένα ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα (1805-1858), με τίτλο «Το φίλημα». Ο Ζαλοκώστας γεννήθηκε στο Συρράκο στα Τζουμέρκα. Εξέδωσε για πρώτη φορά το ποίημα μάλλον το 1851. Πάντως, το 1853 περιλαμβάνεται στο τεύχος 23 του περιοδικού «Ευτέρπη» (σελ. 547), όπου κάτω από τον τίτλο του κάποιος μπορεί να διαβάσει τη σημείωση: «κατά το Ιταλικόν». Ο Τιμολέων Αμπελάς (1850-1929), ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου Αθηνών «Παρνασσός», σε παλαιότερο κείμενό του το οποίο φαίνεται να γράφηκε μετά τον θάνατο του Ζαλοκώστα και εμφανίζεται στις σελίδες της εφημερίδας Μηνιαία Εικονογραφημένη Ατλαντίς της Νέας Υόρκης (τεύχος Ιουνίου 1921, σελ. 24), περιγράφει το πώς ο Ζαλοκώστας αντέγραψε και μετάφρασε στα ελληνικά το ποίημα του Ιταλού Giambattista Felice Zappi (1667-1719), από το οποίο προέκυψε το «Φίλημα».

Και πράγματι, το ποίημα με τίτλο «In quell’età ch’io misurar solea» φαίνεται πως είναι αυτό που ενέπνευσε στον Ζαλοκώστα το «Φίλημα»: «το ποίημα αναφέρεται στο πρώτο φιλί που δέχτηκε ένας μικρός βοσκός από μια όμορφη αρκαδική Νύμφη, τη Χλόη, και το οποίο εξακολουθεί να θυμάται, μεγάλος πια αλλά ακόμη ερωτευμένος, και το τραγουδά μέσα από τον ποιητικό του λόγο με μια γλυκιά πίκρα, μιας και η κοπέλα δεν δείχνει να έχει καμία ανάμνηση του ίδιου ή του φιλιού τους. Το ποίημα πρέπει να γράφτηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατο του Zappi, δηλαδή στις αρχές του 18ου αιώνα» (Ηβη Καζαντζή, Λογοτεχνικές και πολιτισμικές διαδρομές ενός σονέτου. Ή πώς μια αρκαδική νύμφη μεταμφιέζεται σε ελληνίδα και σεφαραδίτισσα βοσκοπούλα. «Ζητήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας», 2016: 799).

Το ποίημα του Zappi μελοποιήθηκε από τον Bonifazio Asioli (1769-1832), μάλλον το 1810, δηλαδή, 91 χρόνια μετά τον θάνατο του Zappi. Το συναρπαστικό της ιστορίας είναι το εξής: ο Ζαλοκώστας έζησε από το 1814 μέχρι περίπου το 1821 στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό, εκτός από το ποίημα, να ήρθε σε επαφή και με τη μουσική του Asioli. Σε κάθε περίπτωση, η μουσική του Asioli δεν έχει σχέση με τη γνωστή μελωδία του «Φιλήματος». Ποιος είναι, οπότε, ο συνθέτης της ελληνικής εκδοχής;

Πριν από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, διοργανώθηκαν παρόμοιοι αγώνες, με χρηματοδότηση του Ευάγγελου Ζάππα (1800-1865). Οι αγώνες δεν ήταν διεθνείς. Στα τρίτα «Ολύμπια», όπως ονομάστηκαν, του 1875, εκτός των αθλητικών διαγωνισμών προκηρύχθηκαν και άλλοι, μεταξύ αυτών και σύνθεσης μουσικής, σε δοσμένα από την επιτροπή ποιήματα. Ενα από αυτά τα ποιήματα προς μελοποίηση ήταν και το «Φίλημα» του Ζαλοκώστα. Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε, με μια σχετική ασφάλεια, πως το ποίημα μελοποιήθηκε περίπου 25 χρόνια μετά τη συγγραφή του και πάντως πριν να γραφτεί η παράσταση του Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», το 1890-1891.

Το τι συνέβη, όμως, στα Ολύμπια του 1875 όσον αφορά στον διαγωνισμό σύνθεσης, αλλά και γενικώς με την πασίγνωστη μελωδία του «Φιλήματος», παραμένει ακόμη και τώρα ασαφές. Οπως μας ενημερώνει ο Γιώργος Κωνστάντζος, «στο περιοδικό Le Parnasse της 15.3.1882 σ. 9, ο R. Miles γράφει ότι άκουσε κάποια έργα της Foscarina και δεν μπορεί να μη σχολιάσει την ομορφιά τους. […] Επίσης αναφέρεται στο Φίλημα που βραβεύθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας […]» («Μαρία Φωσκαρίνα Δαμασκηνού», 2019: 295-296). Προφανώς, ο αρθρογράφος αναφέρεται στα «Ολύμπια», των οποίων η προηγούμενη, από την ημερομηνία δημοσίευσης του γαλλικού άρθρου, διοργάνωση πραγματοποιήθηκε το 1875, όταν δηλαδή και ζητήθηκε η μελοποίηση του «Φιλήματος». Είναι, όμως, η Φωσκαρίνα αυτή που χάρισε την πασίγνωστη μελωδία στο «Φίλημα»; Οπως μας ενημερώνει ο Κωνστάντζος, η παρτιτούρα της Φωσκαρίνας χάθηκε.

Παύλος Καρρέρ και Αντρέας Σάιλερ

Στις 14 Αυγούστου 1889, στην Εφημερίδα, διαβάζουμε ένα άρθρο με τίτλο «Εκ του αθηναϊκού βίου. Μάρκος Βότσαρης». Μεταξύ των άλλων, ο αρθρογράφος αναφέρει: «Τον συνθέτην αυτόν [Παύλος Καρρέρ, 1829-1896] εγνώριζα και πρότερον εκ μικρών τινών αλλ’ επιτυχών συνθέσεων και εξετίμων δε ιδιαιτέρως πάντοτε, διότι προσεπάθει να πλάση τι το ελληνικόν εν τη μουσική προσδίδων εις τας συνθέσεις του ανατολικόν χρωματισμόν. Τούτο δε έχει καταστήσει τινάς τούτων δημοτικωτάτας, ως την «Βοσκοπούλαν» του Ζαλοκώστα και τον «Γέρον Δήμον» του Βαλαωρίτου». Οπως μας πληροφορεί η Αύρα Ξεπαπαδάκου, ο Καρρέρ έλαβε μέρος στον διαγωνισμό των «Ολυμπίων» του 1875, μελοποιώντας, μεταξύ των άλλων, και το «Φίλημα» (Ξεπαπαδάτου, «Ο Παύλος Καρρέρ και το μελοδραματικό του έργο 1829-1896», 2005). Στο βιβλίο τους, η Καίτη Ρωμανού, η Μαρία Μπαρμπάκη και ο Φώτης Μουσουλίδης Η ελληνική μουσική στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις Ολυμπιάδες (1858-1896) (2004: 111-120), περιέχουν τη συμφωνική παρτιτούρα-μελοποίηση του Καρρέρ του ποιήματος του Ζαλοκώστα. Η μουσική δεν έχει καμία σχέση με την πασίγνωστη μελωδία.

Στις 7 Φεβρουαρίου του 1893, ο Οδυσσέας Ανδρεάδης δημοσιεύει ένα κείμενο, μια περίληψη της υπόθεσης της παράστασης, στο περιοδικό Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις, τεύχος 16, σελ. 315. Στον τίτλο του άρθρου διαβάζουμε: «Θέατρον Βέρδη – Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, ειδύλλιον εις πράξεις πέντε, υπό Δημ. Κορομηλά, μέλος Σάιλερ». Ο Κώστας Γεωργιάδης (2004: 133: υποσημ. 14), στο κείμενό του με τίτλο «Η Αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων» αναφέρει επ’ ακριβώς: «Ολύμπια του 1875, Περίοδος Τρίτη, Αθήνα 1878, σελ. 349, XV. Το χρηματικό βραβείο κέρδισε ο Αντρέας Σάιλερ, από την Κέρκυρα, για τις τρεις μουσικές συμφωνίες του, εκ των οποίων οι δύο ήταν στρατιωτική μουσική, και για τα διάφορα εμβατήρια που είχε συνθέσει». Η Στέλλα Κουρμπανά, στην εισήγησή της για την 3η Μουσικολογική Ημερίδα με θέμα «Σπυρίδων – Φιλίσκος Σαμάρας», που διοργανώθηκε από την Φιλαρμονική Εταιρεία «Μάντζαρος» το 2017, αναφέρει: «Τον Ιανουάριο του 1977 το νεοσύστατο Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου ανέβασε μια παράσταση που είχε τον τίτλο Η Γενοβέφα και το «παρελθόν» της. Οπως διαβάζουμε στη σελίδα της διανομής του προγράμματος, επρόκειτο για «Ελεύθερη σύνθεση από επτά νεοελληνικά θεατρικά και μουσικά έργα (1790-1895)»». Ενα από αυτά τα έργα ήταν και ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας». Η Κουρμπανά συνομίλησε με την Ιλιάδα Λαμπρίδου, η οποία έλαβε μέρος ως ηθοποιός στην εν λόγω παράσταση. «Σε σχέση με τα άλλα έργα, η κυρία Λαμπρίδου μου είπε πως για την Τύχη της Μαρούλας είχε συνθέσει πρωτότυπη μουσική ο Γιώργος Τσαγκάρης, ενώ για τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας χρησιμοποιήθηκε η πρωτότυπη μουσική, δηλαδή εκείνη που είχε γράψει παλαιότερα ο Ανδρέας Σάιλερ («Μια βοσκοπούλα αγάπησα»), όπως σημειώνεται και στο πρόγραμμα».

Ηταν, τελικά, όντως ο Ανδρέας Σάιλερ (1828-1903) ο συνθέτης της γνωστής μελωδίας, που μεταξύ των άλλων κέρδισε και τον διαγωνισμό για τα «Ολύμπια» του 1875; Αραγε, ήταν και το «Φίλημα» μία από τις μελοποιήσεις του που κέρδισαν στον διαγωνισμό; Εάν ναι, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Louis-Albert Bourgault-Ducoudray (1840-1910), ενώ συμπεριλαμβάνει το τραγούδι στη διάσημη συλλογή του, η οποία εκδόθηκε το 1876, δηλαδή έναν χρόνο μετά τα «Ολύμπια» του 1875, όχι μόνο δεν αναφέρει το όνομα του συνθέτη αλλά στην υποσημείωσή του, στο τέλος της παρτιτούρας, ξεκαθαρίζει: «Αυτή η μελωδία, που έχει τον συνηθισμένο χαρακτήρα του ευρωπαϊκού μινόρε τρόπου, μαρτυρά την ιταλική της καταγωγή. Την ακούσαμε να τραγουδιέται στην Αθήνα από πολλά άτομα, με παραλλαγές. Τη μελωδική εκδοχή που παραδίδουμε εδώ, την οφείλουμε στην κ. Ζ. Μπαλτατζή, η οποία την είχε εναρμονίσει. Αναπαράγουμε στη συνοδεία μας την αρμονία της κ. Μπαλτατζή» (1876: 85-87). Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της τονικότητας της καταγραφής φαίνεται κάθε άλλο παρά τυχαία (Μι ύφεση μινόρε). Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αντώνιος Σιγάλας στη Συλλογή εθνικών ασμάτων του 1880, συμπεριέλαβε το τραγούδι σε βυζαντινή παρασημαντική (σελ. 178-179). Ούτε αυτός αναφέρει τον συνθέτη.

Η αναγγελία της παράστασης στην Αθήνα του 1892, γραμμένη στην Εφημερίδα, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο ίδιος ο Κορομηλάς, μάλλον συσκοτίζει περισσότερο: «Σήμερον παριστάνεται εν τω θεάτρω τω εντός του κήπου Ορφανίδου υπό του θιάσου του κ. Ταβουλάρη το δραματικόν ειδύλλιον του κ. Δ. Κορομηλά. […] Η μουσική εκ δημωδών ασμάτων απαρτιζομένη συνηρμολογήθη υπό του κ. Σάιλερ» (30 Μαΐου). Τι εννοεί, άραγε, πως η μουσική αποτελείται από δημώδη άσματα, εφόσον στα «Ολύμπια» του 1875 το ποίημα μελοποιήθηκε από συνθέτες της εποχής; Μήπως αυτού του τύπου η διατύπωση αποτελεί μέρος του ιδιότυπου μάρκετινγκ της εποχής; Και ποιος, όμως, είναι ακριβώς ο ρόλος του Σάιλερ; Τι σημαίνει, με μουσικούς όρους και στην πράξη, ότι «συναρμολόγησε» τα τραγούδια; Σε ποιον βαθμό τα επεξεργάστηκε;

Διαφορές στις παρτιτούρες

Σε κάθε περίπτωση, η τονικότητα της Μι ύφεση μινόρε, στην οποία είναι καταγεγραμμένη η παρτιτούρα στον Ducoudray, όπως είδαμε παραπάνω, εμφανίζεται και σε εμπορική παρτιτούρα εποχής, που φέρει εξώφυλλο με τίτλο «Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» (Μουσικός Οίκος Κωνσταντινίδου). Περιέχει, δε, δύο τραγούδια: «Το καράβι», στο οποίο αναγράφεται ως συνθέτης ο Σάιλερ και το «Η βοσκοπούλα», στο οποίο αναγράφεται «Ασμα δημοτικόν». Ο τίτλος των τραγουδιών δίνεται και στα γαλλικά (Le bateau και La bergère). Μολονότι και αυτή η καταγραφή πραγματοποιήθηκε στην ίδια τονικότητα, η μετάφραση αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιεί από αυτήν του Ducoudray, ο οποίος επιλέγει να μεταφράσει τον τίτλο στα ιταλικά (Il bacio), παρότι ο ίδιος είναι Γάλλος. Ενώ η μελωδική γραμμή είναι ίδια και στις δύο παρτιτούρες, η αρμονία και γενικότερα η συνοδεία παρουσιάζουν διαφορές. Η καταγραφή στην εμπορική παρτιτούρα είναι πιο κοντά στη δισκογραφική εκτέλεση της Φιλαρμονικής του Δήμου Πειραιά. Η ίδια καταγραφή κυκλοφορεί και μόνη της, από τον Εκδοτικό Οίκο «Βελούδιος», αυτή τη φορά καταγράφοντας μουσικά και τις τρεις στροφές· πάλι με τον υπότιτλο «Ασμα δημοτικόν» και τον τίτλο μεταφρασμένο στα γαλλικά. Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να χρονολογήσουμε την έκδοση των δύο μουσικών καταγραφών. Η εναρμόνιση στην παρτιτούρα του Ducoudray, η οποία όπως είδαμε παραπάνω είναι της Μπαλτατζή, φαντάζει αρκετά άτοπη, κατά σημεία.

Σε άλλη εμπορική παρτιτούρα, η οποία στο εξώφυλλο της φέρει τον τίτλο «Το Ρηνάκι, Η βοσκοπούλα, Ελληνικοί χοροί και δημώδη τραγούδια» περιέχει τις προαναφερθείσες καταγραφές, σε διασκευή του Ρήγα Ακρίτα (Εκδόσεις Γαϊτάνου). Αυτή τη φορά, η τονικότητα που επιλέγεται είναι αυτή της Φα μινόρε. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η συγχορδία της τρίτης ματζόρε, η οποία εκτελείται στον στίχο «και την αγάπησα πολύ», κάτι το οποίο δεν συναντάμε στις προηγούμενες δύο, και μάλλον παλαιότερες από αυτήν, καταγραφές. Παρ’ όλα αυτά, το τραγούδι καθιερώθηκε, και εκτελείται έτσι και σήμερα, με αυτήν την εναρμόνιση.

Για ακόμη μία φορά, ο Εκδοτικός Οίκος «Βελούδιος» κυκλοφορεί καταγραφή της βοσκοπούλας, αυτή τη φορά στη σειρά «Συλλογή ελληνικών τεμαχίων δια βιολίον ή μανδολίνον – Ανευ λέξεων». Η συγκεκριμένη παρτιτούρα αποτελείται από δύο καταγραφές: το «Φύσα βοργιά» και το «Η βοσκοπούλα». Και τα δύο τραγούδια περιλαμβάνονται σε μια σελίδα. Κάτω από τον τίτλο του «Φύσα βοργιά» αναγράφεται το όνομα του Γεώργιου Λαμπίρη (1833-1889). Αραγε, αυτό σημαίνει ότι το ίδιο όνομα ισχύει και για την καταγραφή της βοσκοπούλας, η οποία βρίσκεται ακριβώς από κάτω στην ίδια σελίδα; Η τονικότητα που επιλέγεται αυτή τη φορά είναι αυτή της Σι μινόρε.

Ο Λαμπίρης εμφανίζεται ως συνθέτης και σε μία ακόμη καταγραφή, η οποία αφιερώθηκε, όπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, στην Αικατερίνη Μεταξά. Αυτή τη φορά, στη συγκεκριμένη παρτιτούρα εμπορίου, η οποία το πιθανότερο είναι η παλαιότερη όλων, ο τίτλος που εμφανίζεται είναι «Το φίλημα» (Λιθογραφείον Κόλμαν). Κάτω από τον τίτλο διαβάζουμε «Ασμα δημοτικόν». Παρ’ όλα αυτά, ακριβώς από κάτω αναγράφεται: «Ποίησις Γ. Ζαλοκώστα – Μουσική Γ. Λαμπίρη». Ενώ πρόκειται για διαφορετική μελωδία, κάποιος μπορεί εύκολα να αντιληφθεί την πολύ στενή συγγένεια με τη γνωστή μελωδία της βοσκοπούλας. Πρόκειται, μήπως, για μια πρώτη μελοποίηση, η οποία για διάφορους λόγους υπέστη επεξεργασία αργότερα, ώστε να φθάσει στη μορφή που γνωρίζουμε;

Τέλος, όσον αφορά τους υποψήφιους συνθέτες, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση και της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου, το 1932. Στους τίτλους αρχής διαβάζουμε: «Μουσική – Δ. Λαυράγκα». Ποιος είναι ο ρόλος του Λαυράγκα (1860-1941) στην ταινία, όσον αφορά τα μουσικά;

Το θεατρικό έργο, μαζί και το περιβόητο άσμα, απέκτησαν μεγάλη δημοφιλία και στον εβραϊκό πληθυσμό. Οταν η παράσταση παίχτηκε το 1895 στη Σμύρνη από τον θίασο «Μένανδρος», άμεσα το τραγούδι μεταφράστηκε στην λαντίνο και έλαβε τον τίτλο «Una pastora yo ami». Στις 12 Μαρτίου 1903, μαθητές της σχολής Alliance Israellitte Universelle ανέβασαν το έργο «La chobana», δηλαδή, «Η βοσκοπούλα» (βλ. Αλμπέρτος Ναρ, Κειμένη επί ακτής θαλάσσης, 1997). Στις 10 Μαρτίου του 1906, η εβραϊκή φιλανθρωπική οργάνωση «Οζέρ Νταλίμ» ανέβασε στο θέατρο Σπόρτιγκ την παράσταση με τίτλο «El amante de la pastora», δηλαδή, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Ο Χρήστος Σολομωνίδης μας πληροφορεί ότι το ελληνικό έργο μετέφρασε στην λαντίνο ο «σμυρναίος ελληνομαθής Ιουδαίος Κασέρ» (Το θέατρο στη Σμύρνη, 1954).

Μέχρι στιγμής, η παλαιότερη ηχογράφηση του «Una pastora yo ami» που έχουμε εντοπίσει προέρχεται από τον δίσκο της Gloria Levy «Sephardic Folk Songs», ο οποίος κυκλοφόρησε το 1959 από τη Folkways Records (FW 8737). Η Levy γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και το πραγματικό της όνομα ήταν Gloria DeVidas Kirchheimer. Ο πατέρας της, όμως, καταγόταν από τη Σμύρνη, ενώ η μητέρα της από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση το τραγούδι εμφανίζεται με τον τίτλο «La Pastora». Το 1965, ο ισπανός συνθέτης Joaquín Rodrigo Vidre (1901-1999) ολοκληρώνει το έργο του «Cuatro canciones sefardíes», για πιάνο και φωνή, έργο το οποίο φαίνεται πως κυκλοφορεί το 1968. Ενα από αυτά τα τέσσερα σεφαραδίτικα τραγούδια είναι και το «Una pastora yo ami».

Ο Νίκος Ορδουλίδης είναι μουσικολόγος, επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εκτός άλλων έχει γράψει: «Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη» (Ιανός, 2014), «Η εποχή του ρεμπέτικου: το λαϊκό πιάνο» (Πριγκηπέσσα, 2018)