Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος θεωρούσε ότι η προσφορά του Δημήτρη Καπετανάκη (1912 – 1944) στα γράμματα «μήτε αγνοήθηκε μήτε παρανοήθηκε» («Διόσκουροι», Δόμος, 1997). Η εκτίμηση είναι σχετικά όψιμη και προφανώς αποδίδει την αίσθηση της περιόδου για το έργο του ποιητή και δοκιμιογράφου που γεννήθηκε στη Σμύρνη, σπούδασε στη Νομική της Αθήνας και τελικά διακρίθηκε στους κύκλους βρετανών ποιητών μετά το 1939. Εξοικειωμένος με το έργο των Καρλ Γιάσπερς, Κίρκεγκωρ και Στέφαν Γκεόργκε, θα αναγορευθεί διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (με τη διατριβή «Eρως και χρόνος»), θα δημοσιεύσει φιλοσοφικές μελέτες, θα μεταφράσει ποιήματα του Χαίλντερλιν και θα γράψει δικά του στα αγγλικά. Την περίπτωση αυτού του – μάλλον «γνωστού άγνωστου» – στοχαστή, 23 χρόνια μετά την εκτίμηση του Ζ. Λορεντζάτου, υπενθυμίζει η νέα δίτομη έκδοση «Εργα» της Εταιρείας Κοινωνικού Εργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ) και του ΜΙΕΤ. Γι’ αυτήν μιλήσαμε με την ερευνήτρια και συγκριτολόγο ευρωπαϊκής λογοτεχνίας Εμμανουέλα Κάντζια, στην οποία ανατέθηκε η επιμέλεια των Απάντων του Καπετανάκη από τον μαθητή του Ιωάννη Φικιώρη, πρώην προέδρου του ΚΙΠΚΕ. Ο τελευταίος είχε παρακολουθήσει σε φοιτητική ηλικία μαθήματα του Καπετανάκη στον «Ασκραίο», τη σχολή «ανώτερης λογοτεχνικής μόρφωσης» που είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Συκουτρής και ήταν πεπεισμένος ότι το έργο και η προσωπικότητά του δεν είχαν τύχει της προβολής που τους αξίζει.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ