Μια απάντηση στην κριτική για τον Αρισταίνετο
Ο επίκουρος καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Βασίλης Βερτουδάκης σχολιάζει τη βιβλιοκρισία του Μιχαήλ Πασχάλη, ομότιμου καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, για τις «Ερωτικές επιστολές Αρισταίνετου» (εκδ. Gutenberg), που δημοσιεύθηκε στο «Β» στις 11 Ιουλίου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στο «Βιβλιοδρόμιο» της 11ης Ιουλίου 2020 ο κ. Μ. Πασχάλης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, δημοσίευσε αρνητική κριτική για το βιβλίο μου Αρισταίνετος, Ερωτικαί Επιστολαί. Μιας και για τη μετάφρασή μου ο κ. Πασχάλης είναι σε γενικές γραμμές επαινετικός, βλέπω ότι δύο είναι τα μείζονα ελαττώματα του βιβλίου μου κατά την άποψή του: α) η ενσωμάτωση στα σχόλιά μου «ομοίων χωρίων» από τη νεοελληνική λογοτεχνία, και β) η «υποτίμηση» της φιλολογικής εργασίας άλλων ερευνητών, κυρίως της ιταλίδας συναδέλφου Anna Tiziana Drago, και τα λεγόμενα «ορφανά» σχόλια.
Α) Επέλεξα την παραπομπή και σε χωρία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας για να δείξω όχι μόνο την προϊστορία και εξέλιξη ενός μοτίβου ώσπου να το προσλάβει ο Αρισταίνετος αλλά και επιβιώσεις του μοτίβου στην ερωτική λογοτεχνία των μεταγενέστερων αιώνων. Το πρώτο είναι απαραίτητο σε μια εργασία κλασικής φιλολογίας, το δεύτερο θα μπορούσα να μην το κάνω. Κατά τη γνώμη μου όμως είναι πλεονέκτημα στον σχολιασμό. Για παράδειγμα είναι εκπληκτική η ομοιότητα της περιγραφής της κοπέλας που κολυμπά γυμνή «σαν Νηρηίδα» (1.7) και στη Μοσχούλα του Παπαδιαμάντη (Ονειρο στο κύμα, 3.269-270: ήτον νηρηίς). Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει οργανική συνέχεια από τον Αρισταίνετο (και τις πηγές του) ως τον Παπαδιαμάντη, δείχνει όμως την αντοχή ενός λογοτεχνικού μοτίβου. Αυτές τις παραπομπές ο κ. Πασχάλης τις αποδίδει σε μια «αφελή αντίληψη περί «φυσικής συνέχειας» της ελληνικής λογοτεχνικής σύλληψης και γλώσσας».
Ομως: Ο Κωνσταντίνος Κάππαρης (Πανεπιστήμιο Florida) στο βιβλίο του Abortion in the Ancient World (2002, σ. 91-93) σχολιάζοντας αρχαίες πηγές για πρακτικές άμβλωσης (και Αρισταίνετο 1.19) παραπέμπει διά μακρόν στη Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη (Κεφ. 17, η άμβλωση της Στυλιανούλας που συλλαμβάνει παιδί, ενώ ο άντρας της πολεμά στο μέτωπο). Είναι αφελής η σύνδεση που κάνει ο Κάππαρης;
Ο αείμνηστος Φ. Κακριδής δημοσίευσε το 1972 ένα σύντομο άρθρο (Ελληνικά 25, 189-192) με το οποίο συνάπτει το μοτίβο του δαγκωμένου και φιλημένου μήλου στον Αρισταίνετο (1.25) με ένα χαριτωμένο δημώδες δίστιχο: Το μήλον απού σού 'δωκα, ήτανε δακαμένο, / κι απάνω στη δακαμαθιά έχει φιλί γραμμένο. Είναι αφελής η άποψη Κακριδή; Εμείς οι φιλόλογοι δεν ενδιαφερόμαστε για κοινά ανθρωπολογικά ριζώματα ή κοινούς εκφραστικούς τρόπους που δηλώνονται λογοτεχνικά κατ' ανεξάρτητο τρόπο;
Θα μπορούσα να αναφέρω πάμπολλα ακόμη τέτοια παραδείγματα. Επίσης: οι Επιστολές του Αρισταίνετου βρίθουν παροιμιών. Στον σχολιασμό μιας αρχαίας παροιμίας είναι δυνατόν να παραλείψουμε την παραπομπή στην αντίστοιχη νεοελληνική (αν υπάρχει); Βλ. π.χ. 1.10.1 (όπως κάνει πολύ ωραία ο Τσιρίμπας 1950).
Ο κ. Πασχάλης με ψέγει ότι με τα χωρία νεοελληνικής λογοτεχνίας το βιβλίο μου γίνεται «ελκυστικό» για τον μη ειδικό αναγνώστη αλλά χωρίς να προσφέρει «ερμηνευτική χρησιμότητα». Κατά τη γνώμη μου -εάν μου επιτρέπεται - είναι ελκυστικό και για τον ειδικό αναγνώστη. Ακόμη κι έτσι να είναι, όπως τα λέει ο κ. Πασχάλης, θεωρώ την επιλογή μου σωστή. Ο Αρισταίνετος δεν είναι ένας συγγραφέας γνωστός για τον οποίο υπάρχουν βιβλία πολλών διαβαθμίσεων. Για τον Αρισταίνετο δεν υπάρχει κανένα βιβλίο στην ελληνική βιβλιογραφία. Ηθελα να προσφέρω στο ελληνόγλωσσο κοινό μια ερμηνευτική έκδοση, η οποία θα είναι επιστημονικά επαρκής αλλά και κατά το δυνατόν ελκυστική στον αναγνώστη - ειδικό και λιγότερο ειδικό. Κατά την άποψή μου η ελκυστικότητα ενός βιβλίου κλασικής φιλολογίας είναι προσόν και όχι μομφή. Δεν είμαι λάτρης των βαρέων φιλολογικών βιβλίων που «δεν διαβάζονται». Τα χρησιμοποιώ αλλά δεν θα ήθελα να είμαι ο συγγραφέας τους.
Β) Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που ανοίγει η βιβλιοκρισία είναι η σύγκριση του βιβλίου μου με εκείνο της Drago και η δήθεν «υποτίμηση» εκ μέρους μου της φιλολογικής δουλειάς άλλων ερευνητών.
Η Drago δημοσίευσε ένα ογκώδες υπόμνημα για τον Αρισταίνετο στα ιταλικά το 2007. Εχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Το υπόμνημά της όμως σε αρκετά σημεία είναι φλύαρο, αξιοποιεί δε τον TLG για να παραθέτει σωρεία παραλλήλων τα οποία κάποτε έχουν μόνο περιφερειακή σχέση με το εξεταζόμενο χωρίο. Επίσης το κείμενο που επιλέγει ως βάση (Vieillefond) έχει πολλά προβλήματα. Επειδή όμως ένα έργο κρίνεται στο όλον και όχι στα επιμέρους, η εκτίμησή μου για το βιβλίο της είναι πολύ θετική.
Μια ερμηνευτική έκδοση μπορεί να είναι όσο εκτενής ή μινιμαλιστική θέλει. Αντί των 657 σελίδων της Drago, οι Bing/Höschele δημοσίευσαν το 2014 μια λιτή ερμηνευτική έκδοση 147 σελίδων. Το βιβλίο όμως των Bing/Höschele είναι πολύ περιεκτικό, και προσφέρει επιτέλους την πρώτη μετάφραση στα αγγλικά. Συνεπώς δεν έχει νόημα η σύγκριση του βιβλίου μου με τον όγκο της Drago. Με αυτή τη λογική η έκδοση των Bing/Höschele θα ήταν για τα απορρίμματα. Δεν είναι καθόλου!
Καθόλου δεν υποτιμώ το υπόμνημα της Drago. Την αναφέρω στο βασικό κείμενο της Εισαγωγής (σ. 70), σε πλείστες υποσημειώσεις στην Εισαγωγή και σε πάμπολλα λήμματα του σχολιασμού. Μέτρησα ενδεικτικά τις αναφορές στις πρώτες σελίδες της Εισαγωγής ως την σελίδα 30: σε έντεκα σελίδες αναφέρεται 8 φορές! Οταν μάλιστα χρειάζεται, την επαινώ και την ξεχωρίζω έναντι όλων των άλλων εκδοτών, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση 2.8.9 (σ. 324).
Ο κ. Πασχάλης γράφει ότι έχω πολλά «ορφανά» σχόλια στο υπόμνημά μου και ότι με αυτά παραπλανώ τον μη ειδικό αναγνώστη. Τι σημαίνει «ορφανό» σχόλιο; Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στο 1.3.20 ο Αρισταίνετος μιμείται τον Φαίδρο του Πλάτωνα (230b-c). Στο οικείο λήμμα αναφέρω τη μίμηση παραπέμποντας στο πλατωνικό κείμενο. Δεν παραπέμπω όμως στον πρώτο ευρετή της μίμησης. Αυτό είναι ένα «ορφανό» σχόλιο κατά την ορολογία του κ. Πασχάλη. Ας δούμε τι κάνουν οι άλλοι εκδότες και σχολιαστές! Πάμε στους Bing/Höschele (2014, 107): αναφέρουν τη μίμηση, δεν γράφουν όμως τίποτε για την πηγή τους. Πάμε στην Drago (2007, 131): αναφέρει τη μίμηση χωρίς να γράφει ποιος την εντόπισε πρώτος. Ας πάμε και στον Zanetto (2005, 244): αναφορά στον Φαίδρο χωρίς τίποτε περισσότερο. Ας δούμε τον Ισπανό R.J.G. Cejudo (1999, 148): το ίδιο, χωρίς παραπομπή. Πάμε στον apparatus fontium του Mazal (1971, 7): κι εδώ το ίδιο· σε ένα τέτοιο υπόμνημα δεν θα περιμέναμε κάτι περισσότερο. Ας δούμε τον Lesky (1951, 139): αναφορά στον Φαίδρο χωρίς καμία παραπομπή. Πάμε στη διδακτορική διατριβή, μάλιστα, του J. Pietzko (1907, 18): ακριβώς το ίδιο! Καμία παραπομπή! Δεν μένει παρά να δούμε την έκδοση του Boissonade (Παρίσι 1822, 275): εδώ επιτέλους μαθαίνουμε ότι ο πρώτος ευρετής είναι ο Mercier. Πράγματι, εάν ανοίξουμε την έκδοση Mercier (Παρίσι 1595, 217) θα δούμε την ταύτιση. Μπορούμε να πούμε άραγε ότι όλοι οι μελετητές πριν από τον Boissonade προσπαθούν να παρουσιάσουν τα «ορφανά» σχόλιά τους ως πρωτότυπα και συνεπώς να ξεγελάσουν τον μη ειδικό αναγνώστη;
Υπάρχουν πάμπολλα τέτοιας λογής σχόλια σε όλες τις εκδόσεις που ανέφερα παραπάνω. Ο Mazal συγκέντρωσε όλη την ως τότε συγκομιδή στον apparatus fontium και οι μετέπειτα φιλόλογοι λαμβάνουν από τη δεξαμενή αυτή, σχολιάζουν περαιτέρω, εξειδικεύουν, διαβαθμίζουν το επίπεδο πρόσληψης, εμπλουτίζουν και προσθέτει έκαστος ό,τι μπορεί περισσότερο. Οπου όμως κάποιος κομίζει μια ευρηματική ιδέα ή μια πρωτότυπη σύναψη ή μια εμπεριστατωμένη πραγμάτευση ενός θέματος, εκεί η παραπομπή είναι απαραίτητη.
Ως προς το ζήτημα του αποκλεισμού της ομοφυλοφιλίας από τις Επ ιστολές του Αρισταίνετου: σε κανένα σημείο δεν υπαινίσσομαι ότι είμαι ο πρώτος που το εντόπισε. Κοινός τόπος στη βιβλιογραφία! Θα μπορούσα όμως να πω ότι στο δικό μου βιβλίο αναπτύσσω το θέμα αυτό πληρέστερα από ό,τι οι προηγούμενοι σχολιαστές, και από ιστορική και από λογοτεχνική άποψη. Ο κ. Πασχάλης θεωρεί ότι πρώτος το εντόπισε ο Arnott (1982). Εάν είχε διαβάσει λ.χ. τον Lesky (1951, 30), θα είχε άλλη άποψη.
Το βιβλίο μου δέχτηκε τη μεγάλη τιμή να βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο στην κατηγορία της απόδοσης κειμένου της αρχαιοελληνικής γραμματείας στα νέα ελληνικά. Θα ήθελα να σημειώσω ότι και τα δύο άλλα βιβλία της λεγόμενης «βραχείας λίστας» ήταν πολύ καλές εκδόσεις εκλεκτών και αγαπητών συναδέλφων.
Ο κ. Πασχάλης δεν κρίνει αρνητικά μόνον το βιβλίο μου αλλά και την αιτιολογική έκθεση για το βραβείο. Στο πρώτο μέρος της βιβλιοκρισίας του επιχειρεί να αντικρούσει την αιτιολογική έκθεση της κριτικής επιτροπής σε όλα τα σημεία της πλην εκείνου για την αξιολόγηση της μετάφρασης.
Αντιπρόεδρος της κριτικής επιτροπής και εισηγητής της αιτιολογικής έκθεσης για το βραβείο ήταν ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ Παύλος Καλλιγάς - δεν τον γνωρίζω προσωπικά ούτε κατ' όψιν (ο πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ξένος καθηγητής και διαμένει στο εξωτερικό). Εχει άραγε βαρύτητα η άποψη του Καλλιγά ως κριτή μιας ερμηνευτικής έκδοσης; Απολύτως! Ο Καλλιγάς έχει εκδώσει 8 εύρωστους τόμους για τις Εννεάδες του Πλωτίνου (1994-2019)· και έναν ακόμη τόμο για τον Βίο του Πλωτίνου από τον Πορφύριο (1991). Συνολικά εννέα τόμοι, με εισαγωγές, κείμενο, μετάφραση και εκτενή σχολιασμό! Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο διεθνούς βεληνεκούς, εκδεδομένο από την Ακαδημία Αθηνών, το οποίο έχει ήδη αρχίσει να μεταφράζεται στα αγγλικά (Princeton 2014). Επίσης, ο Καλλιγάς έχει δημοσιεύσει μια ακόμη ερμηνευτική έκδοση: Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας του Αριστοτέλη στη γνωστή σειρά των εκδόσεων Νήσος (2011). Από την άλλη πλευρά, δικαιούται να ρωτήσει ο αναγνώστης της βιβλιοκρισίας ποιο είναι το αντίστοιχο έργο του κ. Πασχάλη, επικριτή της αιτιολογικής έκθεσης της κριτικής επιτροπής. Σύμφωνα με το «επίσημο» εργο-βιογραφικό του σημείωμα (στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Κρήτης) ο κ. Πασχάλης δεν έχει δημοσιεύσει καμία ερμηνευτική έκδοση αρχαίου συγγραφέα· επίσης καμία μετάφραση αρχαίου ελληνικού ή λατινικού κειμένου. Ως προς τις μονογραφίες στο πεδίο της κλασικής φιλολογίας: στις τέσσερις δεκαετίες της ακαδημαϊκής παραγωγής του που καταγράφονται στο CV έχει δημοσιεύσει μία μονογραφία, η οποία χρονολογείται το 1997.
