Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η τελευταία μονογραφία του Νίκου Παπασπύρου συνεισφέρει ένα ακόμη κεφάλαιο στο βιβλίο που γράφεται από πολλούς νομικούς και φιλοσόφους εδώ και αρκετά χρόνια, το οποίο θα μπορούσε να επιγράφεται: «Πώς πρέπει να ερμηνεύεται το Σύνταγμα;». Οπως εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, το εισαγωγικό κεφάλαιο αυτού του βιβλίου θα είχε ως τίτλο τον εγγυητικό ρόλο του Συντάγματος στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, δηλαδή στην εποχή των κρίσεων. Δύσπιστος απέναντι στους δικαστές -θυμίζω ότι ελάχιστοι εκείνα τα χρόνια είχαν τολμήσει να εναντιωθούν στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου - ο συγγραφέας του κεφαλαίου αυτού θα προσέβλεπε κυρίως στον νομοθέτη, τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη, ως μείζονα φραγμό στις πιθανές αυθαιρεσίες των κρατούντων, είτε αυτοί ήταν το Στέμμα και οι παρατρεχάμενοί του, είτε ο λεγόμενος συμμαχικός παράγων, με τους εγχώριους υποστηρικτές του. Αποκορύφωμα της περιόδου εκείνης ήταν η δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας η λέξη Σύνταγμα αποτελούσε βέβαια ευφημισμό.
Ωσπου ήρθε η Μεταπολίτευση του 1974 και η κατάρτιση του Συντάγματος του 1975. Ζητούμενο πια δεν ήταν να εξουδετερωθεί η επιρροή των εξωθεσμικών παραγόντων της προηγούμενης εποχής, γιατί αυτοί είχαν εκλείψει. Παρότι χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια για να συνειδητοποιηθεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήταν ένας εκκολαπτόμενος Γλυξβούργος, τα δεδομένα είχαν αλλάξει ριζικά. Η περίοδος των κρίσεων είχε επιτέλους τελειώσει και η Ελλάδα, το 1975, επιχειρούσε, με καθυστέρηση 30 χρόνων, τη συνταγματική επανάσταση που είχαν πραγματοποιήσει στη δεκαετία του 1940 οι μεγάλες δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης. Ποιο ήταν το νέο στοιχείο που αυτές εισέφεραν στο συνταγματικό δίκαιο του Μεσοπολέμου; Ηταν προπάντων η αναβάθμιση του ρόλου του δικαστή. Με την ίδρυση συνταγματικών δικαστηρίων, ο Χανς Κέλσεν θριάμβευσε του Καρλ Σμιτ και με το «άνοιγμα» του δικαστικού σώματος σε όλα τα κοινωνικά στρώματα η δικαστική εξουσία άρχισε και αυτή να αντανακλά την κοινωνία, με τις διαιρέσεις και τις βαθύτερες αντιφάσεις της.
Σε εμάς, η αναβάθμιση του ρόλου των δικαστών άργησε κάπως να συνειδητοποιηθεί. Αυτό συνέβη μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, όταν τα σημαντικότερα νομοθετήματα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης αμφισβητήθηκαν ως αντισυνταγματικά ενώπιον των δικαστηρίων. Το ίδιο συνέβη και το 1990-1993. Πολλοί μίλησαν τότε για δικαστικοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού και δεν είχαν άδικο. Δεν επρόκειτο εν τούτοις για νόθευση της δημοκρατίας αλλά για εμπλουτισμό της.
Υπό τις νέες συνθήκες, ο ακραιφνής θετικισμός των παλαιοτέρων δεν μπορούσε προφανώς να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στο ερώτημα πώς πρέπει να ερμηνεύεται το Σύνταγμα. Οι περισσότεροι από εμάς αναζητήσαμε τότε την απάντηση στις θεμελιώδεις δικαιοπολιτικές αρχές της δημοκρατίας των ίσων και ελεύθερων πολιτών. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη ακριβώς την εποχή άρχισαν να μεταφράζονται και να γίνονται ευρύτερα γνωστοί και στη χώρα μας δύο σπουδαίοι αμερικανοί φιλόσοφοι, ο Τζον Ρόουλς και ο Ρόναλντ Ντουόρκιν.
Αναλογικότητα
Το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου θα μπορούσε να έχει ως αντικείμενο την εύκολη χρήση της αρχής της αναλογικότητας. «Εύκολη» διότι, όπως γρήγορα φάνηκε, η επίκλησή της γινόταν συνήθως διεκπεραιωτικά, χωρίς να εξετάζεται προηγουμένως αν τα επίδικα δικαιώματα είναι κατ' αρχήν επιδεκτικά περιορισμών. Η αρχή της αναλογικότητας εξελίχθηκε έτσι σε passe-partout όχι μόνο στη δικαστηριακή πράξη, αλλά και στη διδασκαλία των ατομικών δικαιωμάτων. Σε αυτή την πρακτική αντιτάχθηκε με σφοδρότητα ο Σταύρος Τσακυράκης.
Στο σημείο ακριβώς αυτό ήρθε και η συμβολή ορισμένων νεότερων συναδέλφων, εν οις και του Νίκου Παπασπύρου. Η λύση που προτείνει είναι πρωτότυπη και ευφυής. Θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής:
Τα δικαιώματα δεν είναι απλά συμφέροντα, αλλά ενσωματώνουν θεμελιώδεις ηθικοπολιτικές επιλογές της συγκεκριμένης κοινωνίας. Δεν νοείται συνεπώς ο περιορισμός τους για την εξυπηρέτηση σκοπών άσχετων προς την πραγμάτωσή τους. Οι εισπρακτικές ανάγκες του Δημοσίου, για παράδειγμα, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Πρώτο τεστ, συνεπώς, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός περιορισμού είναι αν αυτός είναι συναφής προς το εν λόγω δικαίωμα. Αν δεν είναι, ο περιορισμός είναι αντισυνταγματικός. Διότι, προκειμένου περί δικαιωμάτων, «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα». Αν είναι συναφής, τότε και μόνον τότε έρχεται η σειρά της αρχής της αναλογικότητας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο θεμιτός κατ' αρχήν περιορισμός είναι υπέρμετρος.
Το αγγλικό 1689, το γαλλικό 1789
Στο βιβλίο «Συνταγματική ελευθερία και δημόσιοι σκοποί» ο συγγραφέας δεν κρύβει τον θαυμασμό του προς τη βρετανική «Ενδοξη Επανάσταση» του 1688 - και, κατ' αντιδιαστολή, την αποστροφή του προς τις υπερβολές του γαλλικού 1789. Ακολουθώντας μάλιστα τους οικονομολόγους Ατσέμογλου και Ρόμπινσον, καθώς και τον Νάιαλ Φέργκιουσον, τον σταρ των σύγχρονων ιστορικών, δεν διστάζει να γενικεύσει. Παντού, σε όλα τα μήκη και πλάτη, μόνο με δημοκρατία και κράτος δικαίου, μόνο με «ανοιχτούς θεσμούς» τα έθνη ευημερούν και προοδεύουν. Από τον Μακιαβέλι στον Καντ, όπως διερωτάται; Αν ο Παπασπύρου υπαινίσσεται την πνευματική διαδρομή του από τον κυνισμό της εφηβείας στη σοφία της ωριμότητας, δεν θα είχα προφανώς καμιά αντίρρηση. Μόνο που θα προσέθεσα ότι πήγε από τη Φλωρεντία του πρώτου στην Καινιξβέργη του δεύτερου μέσω Αμερικής. Και μόνο για να δει από κοντά τις ήρεμες θάλασσες, μα και τις θύελλες που συνάντησε στην πρωτότυπη αυτή διαδρομή, αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς το πόνημα του Παπασπύρου.
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών