Ο κατάσκοπος που ένωσε Θάτσερ και Γκορμπατσόφ
Η πραγματική ιστορία του Ολεγκ Γκορντιέφσκι, που μετέφερε στη Δύση τον τρόπο σκέψης των Σοβιετικών, στη συναρπαστική εξιστόρηση, η οποία κέρδισε την εκτίμηση του Τζον Λε Καρέ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Θα ήταν άλλη μία πραγματική ιστορία από την άγνωστη ζωή των ψυχροπολεμικών κατασκόπων. Αλλη μία αφήγηση όπου μηνύματα ανταλλάσσονται μέσω ποιημάτων (του Γεφτουσένκο, για παράδειγμα) και οδηγίες απόδρασης σε αδιάβροχες θήκες στο οπισθόφυλλο βιβλίων (των σαιξπηρικών «Σονέτων», εν προκειμένω). Ο «Κατάσκοπος και ο προδότης» του Μπεν Μακιντάιρ (εκδ. Κλειδάριθμος, μτφ. Παλμύρα Ισμυρίδου) θα ήταν μόνο αυτά, εάν παράλληλα δεν ήταν και μια αναψηλάφηση στην εποχή της παράνοιας, του νέου σοβιετικού τρόμου και της ανάσχεσης από την πλευρά της Δύσης.
Το βιβλίο διαβάζεται από την αρχή σαν το απόλυτο κατασκοπευτικό μυθιστόρημα - είναι μάλλον περιττό να επισημάνει κανείς ότι ο συγγραφέας λειτουργεί υπό την επήρεια που έχουν κατοχυρώσει ο Τζον Λε Καρέ και ο Ιαν Φλέμινγκ. Στο επίκεντρο στέκει ο «ήρωάς» του με όλα τα εχέγγυα της δραματικότητας: ο Ολεγκ Γκορντιέφσκι είναι ο άνθρωπος που θα γινόταν homo sovieticus, αλλά την κρίσιμη στιγμή επιλέγει το αντίπαλο στρατόπεδο. Πράκτορας για τον εαυτό του, προδότης για την πατρίδα του. Με πατέρα που έχει υπηρετήσει στη σταλινική Νι-Κα-Βε-Ντε και αργότερα στην KGB, όπως και ο αδερφός του, με μητέρα που περιφρονεί κρυφά το σύστημα και γιαγιά που λατρεύει έναν παράνομο, απαγορευμένο Θεό. «Από μικρό παιδί», γράφει ο Μακιντάιρ, «ο Ολεγκ είδε ότι ήταν εφικτό να ζεις διπλή ζωή, να αγαπάς τους γύρω σου και συγχρόνως να συγκαλύπτεις τον αληθινό, τον βαθύτερο εαυτό σου, να δείχνει άλλο πρόσωπο προς τα έξω κι άλλο να κρύβεις μέσα σου».
Η ευκαιρία για τη διπλή ζωή τού δόθηκε όταν η πρώην Σοβιετική Ενωση έγινε αυτό που ήταν απέναντι στα κράτη - δορυφόρους της. Την 21η Αυγούστου 1968 η Ανοιξη της Πράγας έδινε τη θέση της στον σοβιετικό χειμώνα, ίδιο και απαράλλαχτο κάτω από τη συνωμοτική σιωπή των απαράτσικ. Αν η ανέγερση του Τείχους στο Βερολίνο, την οποία είχε παρακολουθήσει διά ζώσης, τον είχε σοκάρει, η καταστολή της τσεχοσλοβακικής εξέγερσης τον άλλαξε. Από τη σοβιετική πρεσβεία στην Κοπεγχάγη, όπου βρισκόταν, τηλεφώνησε στη γυναίκα του Γελένα για να εξαπολύσει έναν χείμαρρο ύβρεων κατά της ΕΣΣΔ. Με τον τρόπο αυτό έστελνε ένα μήνυμα σε όποιον ενδιαφερόταν στη Δύση για στρατολόγηση. Ο δίαυλος ήταν προφανώς η Υπηρεσία Πληροφοριών της Δανίας, που παρακολουθούσε τα τηλέφωνα.
Κι όμως, το μήνυμα πέρασε απαρατήρητο. Επρεπε να περάσουν έξι χρόνια για την τελική επαφή με τον Ρίτσαρντ Μπρόμχεντ, τον επικεφαλής της βρετανικής ΜΙ6 στη Δανία. Στο διάστημα αυτό και οι δύο πλευρές έπαιζαν το παιχνίδι της κάλυψης και της απόκρυψης επιβεβαιώνοντας εκείνο που ο Τζέμς Τζίζους Ανγκλετον, αρχηγός της αντικατασκοπίας της CIA, είχε περιγράψει ως «μια ερημιά που αποτελείται από κάτοπτρα». Το κατασκοπικό φλερτ ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1974. Ο ταγματάρχης Γκορντιέφκσι της Κα-Γκε-Μπε δούλευε πλέον για την ΜΙ6. Στο σημείο αυτό ο Μακιντάιρ αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο χρονικογράφος ενός συναρπαστικού αφηγήματος. Αντιθέτως, ύστερα από την έρευνα σε διαβαθμισμένα έγγραφα και τις συνεντεύξεις με δυτικούς αξιωματούχους ελέγχει το υλικό του, συνδέει τα κομμάτια και τα ερμηνεύει: «Εκείνη την καθαρτήρια στιγμή... ενώθηκαν όλα τα νήματα μιας εξέγερσης που προετοιμαζόταν από καιρό: η οργή του (σ.σ.: του Γκορντιέφσκι) απέναντι στα ανομολόγητα εγκλήματα του πατέρα του, η αφομοίωση της ήρεμης αντίστασης της μητέρας του και των κρυφών θρησκευτικών πεποιθήσεων της γιαγιάς του, η απέχθειά του για το σύστημα μέσα στο οποίο ανατράφηκε και η αγάπη του για τις ελευθερίες της Δύσης...».
Από το σημείο αυτό αρχίζει να εκτυλίσσεται μια διαδρομή έτσι όπως λίγο πολύ τη γνωρίζουμε από τους καλύτερους του είδους: μικροφίλμ και έγγραφα αποσπώνται και αντιγράφονται, λεπτομέρειες για κωδικές ονομασίες «σπάνε», η στρατηγική της σοβιετικής διπλωματίας αποκρυπτογραφείται. Μέρος του υλικού - προπάντων αυτό που αφορούσε την κατασκοπεία στην Αρκτική - φτάνει ως τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ντέιβιντ Οουεν και τον πρωθυπουργό Τζέιμς Κάλαχαν. Ο «δημιουργός» Μακιντάιρ, πάντως, παρακολουθεί κριτικά το «δημιούργημά» του. Σε καμία περίπτωση δεν το αθωώνει: «Η εντιμότητα τον ανάγκαζε να εξαπατά συναισθηματικά τους άλλους, να καταφεύγει στην απάτη για καλό σκοπό και να χρησιμοποιεί δόλο».
Φόβος και παράνοια
Από τη στιγμή που ο Γκορντιέφσκι εγκαθίσταται στο Λονδίνο με τη δεύτερη σύζυγό του, Λέιλα, και τις δύο κόρες τους, αρχίζει το νέο επεισόδιο φόβου και παράνοιας. Ο Μακιντάιρ το αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο. Υπενθυμίζει τις αποχρώσεις μιας εποχής που αναπόφευκτα ξεχάστηκαν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, αλλά άφησαν το αποτύπωμά τους μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο που προς το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου ο συγγραφέας δίνει πληροφορίες για τη νέα ζωή του Γκορντιέφσκι στο Λονδίνο (σήμερα πια με άλλο όνομα) αναφέρει τη δηλητηρίαση του Σεργκέι Σκριπάλ, πρώην στελέχους της GRU, και της κόρης του Γιούλια, πέρσι στη βρετανική πρωτεύουσα, μετά την οποία το σπίτι του «Ολεγκ» φυλάσσεται σε 24ωρη βάση. Τυχαία δεν είναι ούτε η αναφορά - σε διαφορετικά σημεία μέσα στην αφήγηση - του ονόματος του Βλαντίμιρ Πούτιν ως ανθρώπου που ανδρώθηκε μέσα στην KGB και είδε τους συντρόφους του να πλήττονται από τη δράση των διπλών πρακτόρων. Εκείνη, άλλωστε, είναι η εποχή της απόλυτης παράνοιας. Η KGB παρακολουθεί στόχους, αξιωματούχος και κτίρια δυτικών πόλεων, με τον φόβο ότι κάποια στιγμή η Μόσχα θα υποστεί πυρηνική επίθεση. «Εξίσου στενά έπρεπε να παρακολουθούνται τα σφαγεία. αν ο αριθμός των ζώων που σφαγιάζονταν αυξανόταν απότομα, ίσως αυτό αποτελούσε ένδειξη ότι η Δύση δημιουργούσε αποθέματα σε χάμπουργκερ, προτού ενσκήψει ο Αρμαγεδδών». Δύο αυτοκτονίες σοβιετικών πολιτών στο Λονδίνο, εξάλλου, πυροδότησαν την καχυποψία του επικεφαλής της KGB στο Λονδίνο, Γκουκ. «Εστειλε τις σορούς στη Μόσχα, με την εντολή να εξακριβωθεί αν είχαν δηλητηριαστεί, πράγμα το οποίο οι επιστήμονες της Κα-Γκε-Μπε επιβεβαίωσαν πειθήνια - παρόλο που ο ένας είχε κρεμαστεί και η άλλη είχε πηδήσει από ένα μπαλκόνι. Αυτό, σκεφτόταν ο Γκορντιέφσκι, ήταν "άλλη μια ένδειξη για το πώς η σοβιετική παράνοια τροφοδοτούσε την ίδια της τη νεύρωση"».
Από τη νεύρωση αυτή ο Γκορντιέφσκι θα ξεφύγει οριστικά με το σχέδιο φυγάδευσης ΠΙΜΛΙΚΟ, το 1985, όταν ο Ολντριτζ Εϊμς δίνει στην KGB τα ονόματα 25 ατόμων που διενεργούν κατασκοπεία για λογαριασμό των δυτικών μυστικών υπηρεσιών σε βάρος της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Μακιντάιρ θα περιγράψει το σχέδιο με αριστοτεχνικό τρόπο σε περίπου 80 σελίδες. Μέχρι το σημείο που ο δραπέτης, κάθιδρος και εξαντλημένος, ακούει μέσα από το πορτ-μπαγκάζ ενός Ford Sierra τη μουσική που ο Αρθουρ και η Ρέιτσελ Τζι βάζουν στο κασετόφωνο - μήνυμα ότι μόλις έχουν αφήσει πίσω τους το σοβιετικό έδαφος. Είναι το «Φινλανδία» του Γιαν Σιμπέλιους προς τιμήν της γενέθλιας χώρας του, στην οποία βρίσκονται οι φυγάδες.
Συμβουλεύοντας τη Θάτσερ
Σε μια υπόθεση κατασκοπείας που διαδραματίζεται στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο γρήγορα θα αναφερθούν οι μεγάλοι παίκτες της εποχής. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι μέσα στο βιβλίο αυτό ακριβώς συνιστά ένα δεύτερο παράλληλο επίπεδο. Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ, αναδεικνύεται σε ένα από τα κομβικά πρόσωπα. Δεν γνώριζε το πραγματικό όνομα του πράκτορα που εφοδίαζε την MI6 με πληροφορίες, δεν τον είχε συναντήσει ποτέ, αλλά είχε αποκτήσει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τον ρώσο κατάσκοπό της. Μέρος των υποδείξεων του, άλλωστε, η βρετανική κυβέρνηση μοιράστηκε με την αμερικανική, σε σημείο ώστε ο αρχηγός της CIA, Ρόμπερτ Γκέιτς, να επαινέσει την «εξαιρετικά σπάνια για μας» πληροφόρηση για τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν η σοβιετική ηγεσία. Ηταν κάτι που ο Γκορντιέφσκι φρόντισε να καταστήσει σαφές και στην επίσκεψη της Θάτσερ στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 1984, πριν από την κηδεία του Γιούρι Αντρόποφ. «Τόνισε την ανάγκη να επιδείξει η βρετανίδα πρωθυπουργός ευπρέπεια και προσήνεια, προειδοποιώντας ότι οι Ρώσοι είναι εύθικτοι και επιφυλακτικοί». Αποτέλεσμα; «Στη σοβιετική πρεσβεία του Λονδίνου, ο πρέσβης Ποπόφ είπε σε μια σύσκεψη του προσωπικού, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Κα-Γκε-Μπε, ότι η παρουσία της κυρίας Θάτσερ στην κηδεία έκανε εξαιρετικά καλή εντύπωση στη Μόσχα». Σε εξαιρετικά καλό κλίμα, η ίδια θα υποδεχθεί τον μελλοντικό ηγέτη της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το 1984 στο Λονδίνο. Και τότε, χάρη στην ανάμειξη του Γκορντιέφσκι, η ΜΙ6 και η Κα-Γκε-Μπε θα μοιραστούν ενημερωτικά σημειώματα για τους δύο ηγέτες που με έναν «παράδοξο» τρόπο κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος. Ηταν τότε που η Θάτσερ έστειλε το περίφημο ενημερωτικό σημείωμα προς τον Ρόναλντ Ρέιγκαν: «Αναμφίβολα γνώρισα έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορεί κανείς να συνεργαστεί...». Για την ιστορία, έξι μήνες αργότερα η ίδια θα δώσει την έγκρισή της για το σχέδιο φυγάδευσης του Γκορντιέφσκι (το οποίο έχει μπει ήδη σε εφαρμογή, χωρίς να το γνωρίζει) και τρία χρόνια αργότερα ο τελευταίος θα ακούει «ευχαριστώ» από τον Ρέιγκαν στο Οβάλ Γραφείο με την παρατήρηση «Εκτιμούμε όσα κάνατε για τη Δύση».
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά στον φερόμενο ως πράκτορα Μπουτ (Boot) ήδη από τη δεκαετία του 1960. Δεν ήταν άλλος από τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος και επίδοξο πρωθυπουργό της Βρετανίας το 1983, Μάικλ Φουτ, ο οποίος τροφοδοτούσε με πληροφορίες σχετικά με το κίνημα των Εργατικών. Οι αξιωματικοί της MI6 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν σοβιετικός κατάσκοπος, αλλά είχε χρησιμοποιηθεί για λόγους παραπληροφόρησης από τη Μόσχα λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα το ποσό των 37.000 στερλινών. Ταυτόχρονα συζητούσαν τις συνταγματικές επιπτώσεις σε περίπτωση που κέρδιζε τις εκλογές. Ο σερ Ρόμπερτ Αρμστρονγκ, γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, είχε ενημερωθεί από τις μυστικές υπηρεσίες. Ωστόσο, όπως αναφέρεται, οι πληροφορίες ήταν τόσο εμπρηστικές που αποφάσισε να μην ενημερώσει τη Θάτσερ. Πράκτορας, τέλος, αποδείχθηκε πως ήταν και ο Τζακ Τζόουνς, από τις πλέον αξιοσέβαστες προσωπικότητες του συνδικαλιστικού κινήματος στη Βρετανία, μαχητικός σοσιαλιστής, ο οποίος διέκοψε τις σχέσεις του το 1968, μετά την Ανοιξη της Πράγας.
Ben Macintyre
Ο κατάσκοπος και ο προδότης
Μτφ. Παλμύρα Ισμυρίδου Εκδ. Κλειδάριθμος, σελ. 581
Τιμή: 17,70 ευρώ